Ο Στάλιν, λένε, μόλις τελείωσε ο πόλεμος, συνέλαβε όλους τους σοβιετικούς

πολίτες, που με τον ένα ή άλλο τρόπο είχαν συνεργασθεί με τους Γερμανούς, τους

έκλεισε σε στρατόπεδα κι άρχισε, σιγά – σιγά, να τους εκτελεί. Κάποια μέρα,

του χτύπησε την πόρτα ο δήμαρχος ενός χωριού. «Σύντροφε, Στάλιν», του είπε,

«αύριο θα εκτελεσθεί ο προδότης τάδε». «Ωραία. Και τι θέλεις από μένα;».

«Τίποτα. Απλώς, πρέπει να σε πληροφορήσω ότι ο προδότης είναι ένας πολύ καλός

λαϊκός μουσικός…». «Και λοιπόν;» έχασε την υπομονή του ο Στάλιν. «Να… Στο

χωριό μας δεν έχουμε κανέναν άλλο μουσικό, που να ξέρει τα τραγούδια μας, τις

συνήθειές μας κ.λπ.». «Δηλαδή, αν αυτός ο προδότης σκοτωθεί, το χωριό σας θα

μείνει χωρίς μουσικό;». «Μάλιστα». Ο Στάλιν, χάιδεψε τα μουστάκια του,

σκέφτηκε για λίγο και ύστερα αποφάσισε: «Ο μουσικός αυτός, να αφεθεί

ελεύθερος!..».

Πέθανε και κηδεύτηκε στον Βάμο του Αποκόρωνα Κρήτης, ο λαουτιέρης Γιαγκουλής.

Ένας οργανοπαίχτης, που είχε το μέγεθος λαϊκού ήρωα, στη συνείδηση όλων των

Βαμιανών και πολλών άλλων. Γιατί ήταν άνθρωπος των μεγάλων στιγμών. Του γάμου

και του πανηγυριού. Της χαράς και της θλίψης. Άνθρωπος, δηλαδή, που ένωνε τις

δυο άκρες της ζωής. Και με την πένα του πάντα στο τσεπάκι, ήταν έτοιμος, σε

κάθε προσταγή, σε κάθε παραίνεση, αλλά και μόνο από μεράκι, να φέρει τα πάνω

κάτω. Και από το τίποτα, να σηκώσει όρθιο όλο το χωριό, για τον χορό και για

το γλέντι.

Τον γνώρισα από κοντά. Τον έζησα. Γίναμε φίλοι. Και τον θαύμαζα. Γιατί αυτός ο

απλός άνθρωπος, ο αγράμματος, παράταγε το χωράφι του για να παίξει λαούτο και

να τραγουδήσει στα βαφτίσια και τον αρραβώνα. Με την πίστη, πάντοτε, ότι

επιτελεί χρέος. Ποτέ δεν άφησε γάμο χωρίς μουσική. Ακόμη και με 40 πυρετό! Μου

έλεγε: «Η μουσική, είναι το πρώτο! Είναι το εργαλείο, που χωρίς αυτό τίποτα

δεν γίνεται…».

Ο Γιαγκουλής ήξερε την τέχνη να αναστατώνει. Ήταν μοναδικός στο να δημιουργεί

ατμόσφαιρα και να σηκώνει τα παλικάρια και τις κοπελιές στο πόδι, για του

έρωτα τα ωραία και τα αξεδιάλυτα, για των γαληνεμένων καιρών τα συρτά, για της

αγάπης τα σεκλέτια τα ανεξάντλητα. Κι έπινε αβέρτα! Μόνο τσικουδιά και ντόπιο

κρασί. Χωρίς ποτέ να μεθάει.

Είχα πάρε δώσε με πολλούς λαουτιέρηδες στον βίο μου. Μεγάλους δεξιοτέχνες και

συνθέτες συνάμα, σαν τον Γιώργο Κουτσουρέλη. Όλοι ήταν υπέροχοι! Αλλά σαν τον

Γιαγκουλή, κανένας! Οι μεγάλοι, οι σπουδαίοι, οι επιφανείς, μπορούσαν να

παίξουν στο Μέγαρο και να εντυπωσιάσουν. Στην παρέα, όμως, συχνά, δεν τα

κατάφερναν. Δεν κατάφερναν να ρίξουν το σπίρτο στο οινόπνευμα, για ν’ ανάψει

το γλέντι, όπως ο Γιαγκουλής.

Ο Γιαγκουλής δεν ένιωθε πάνω από τους απλούς ανθρώπους, τους συντοπίτες του.

Δεν αισθανόταν διαφορετικός. Το λαούτο του ήταν ένα εργαλείο, όπως η τσάπα, το

πριόνι, το μυστρί. Και το έθετε στην υπηρεσία του κοινού. Για να γεμίσει η

πλατεία και να χαρεί ο κόσμος όλος. Άκακος, γελαστός, χαριτωμένος, ποτέ με το

παράπονο, ποτέ με την έπαρση, έφυγε για πέρα, βέβαιος ότι έδωσε πολλή χαρά,

στους πάντες. Κι έτσι είναι.

Γιαγκουλή, καλό δρόμο…