Διαφωνώ σε πάρα πολλά πράγματα με τον Αντώνη Σαμαρά. Πιο σωστά· σε τίποτα,

σχεδόν, δεν συμφωνώ. Αλλά στην τηλεόραση που τον είδα (Άλφα, συνέντευξη στον

Ν. Ευαγγελάτο), μου έκανε εντύπωση. Μου έκανε εντύπωση, κατ’ αρχήν, ο λόγος

του. Λόγος ζουμερός, ουσιαστικός, καθημερινός, που δεν επιχειρεί να κρύψει,

αλλ’ αντιθέτως, να αποκαλύψει. Κι αυτό δεν συμβαίνει συχνά, με τους

περισσότερους Έλληνες πολιτικούς. Ξέρετε: κουβέντες που παφλάζουν, μπερδεμένα

νοήματα, πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα κ.λπ., κ.λπ.

Μου άρεσε πολύ και μια φρασούλα τόση δα, που χρησιμοποίησε· «Εμείς οι

ανοιξιάτικοι». Είχε κάτι το εφηβικό αυτή η φρασούλα, κάτι το ρομαντικό. Ως

προς τον Κ. Μητσοτάκη: πολλές φορές έχω αναρωτηθεί και εγώ, πώς συμβιβάζεται

το «μετάνιωσα που παραιτήθηκα», με το «με έριξε ο Σαμαράς, που ενήργησε ως

αιχμή της διαπλοκής»; Ακόμη: αφού ο επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ. ήταν θύμα, όπως

ισχυρίζεται, των διαπλεκομένων, αφού είχε δίκιο, αφού κυβέρνησε καλά κ.λπ.,

γιατί ο λαός έδωσε πάλι την εξουσία στον Α. Παπανδρέου και έβγαλε τρίτο κόμμα

την «Άνοιξη» του… προδότη Σαμαρά;

Αποδυναμώνει, πάντως, την επιχειρηματολογία του ο Α. Σαμαράς, όταν δηλώνει ότι

όλοι πιστεύανε πως θα είναι ο αυριανός πρωθυπουργός και αναρωτιέται «όσα

τρισεκατομμύρια και αν πάρει, πουλάει, κανείς, την πρωθυπουργία»; Αναρωτιέμαι

κι εγώ, με τη σειρά μου: πώς προεξοφλεί ο πρόεδρος της «Άνοιξης» ότι αύριο θα

γινόταν… πρωθυπουργός; Επειδή «όλοι το πιστεύανε;». Και ποιοι είναι αυτοί οι

«όλοι»; Εδώ, ο Α. Παπανδρέου, με ισχυρότατο «ρεύμα» και με εκατομμύρια

Πασόκους να τον λατρεύουν και να τον αποθεώνουν, κατέβαινε στις εκλογές και,

ώς την τελευταία στιγμή, ήταν γεμάτος αμφιβολίες και άγχος…

Δουλεύω στα «ΝΕΑ» 42 χρόνια. Από το 1963 ώς το 1967 κρατούσα μια καθημερινή

στήλη, με τίτλο «Απροσδόκητα του 24ώρου». Το 1965, με την Αποστασία, είχα

γράψει ένα δριμύ σχόλιο για τον Κ. Μητσοτάκη, στηριζόμενος σε λανθασμένη

πληροφόρηση. Και, φυσικά, την επομένη, έκανα επανόρθωση. Αυτό ­ η

επανόρθωση ­ ήταν κανόνας εκείνη την εποχή. Ουδείς συντάκτης διενοείτο να

γράψει κάτι άδικο εναντίον ενός πολίτη και να μη ζητήσει συγγνώμη, «με τα ίδια

στοιχεία και στην ίδια θέση», την άλλη μέρα. Επίσης, η δίωξη ενός πολίτη, δεν

σήμαινε ασφαλώς και καταδίκη του και δεν προβαλλόταν με πηχιαίους τίτλους. Και

αν συνέβαινε καμιά φορά και αυτό, μετά τη δίκη και την αθώωση του

κατηγορουμένου, η εφημερίδα θεωρούσε χρέος της να αποκαταστήσει τα πράγματα.

Ο Δημ. Μελισσανίδης ­ πρώην πρόεδρος της ΑΕΚ ­ «στραπατσαρίστηκε» με δεκάδες

πρωτοσέλιδα, προ καιρού, για μια υπόθεση λαθρεμπορίας καυσίμων. Έγιναν πολλές

δίκες. Και στις 8/7/99 κηρύχτηκε ομόφωνα αθώος από το Τριμελές Εφετείο

Κακουργημάτων! Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση

κατά της αθωωτικής απόφασης. Και ο Άρειος Πάγος απέρριψε ­ ομόφωνα, πάλι ­ την

αναίρεση. Η είδηση, όμως, της αθώωσης, δημοσιεύθηκε στα ψιλά μερικών,

μόνο, εφημερίδων!

Μου γράφει ο Μελισσανίδης: «Σχολιάζοντας το σενάριο και την εξέλιξη της όλης

υπόθεσης, σκέφτομαι πόσο εύκολο είναι να σπιλωθεί η τιμή και η υπόληψη αθώων

ατόμων, με άδικες κατηγορίες…». Δίκιο, βέβαια, έχει. Και δεν είναι ο πρώτος

που αντιμετωπίζεται με τέτοιον τρόπο, από τον Τύπο. Δυστυχώς…