Όποτε ξαναγυρίζω στη δουλειά, ύστερα από τις διακοπές του καλοκαιριού,

βιδώνεται στο μυαλό μου μια φράση από ένα βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη, το

«Δίχως Θεό» και δεν λέει να ξεβιδωθεί. «Κάθε γυρισμός είναι και μια

δοκιμασία», είναι η φράση. Φράση-κλειδί για τούτες τις ώρες, που το χειρόγραφο

το κοιτάζεις εχθρικά και δυσκολεύεσαι να το αντιμετωπίσεις.

Έτσι, πάντα. Δεν πα’ να ‘χεις γεμίσει χιλιάδες χειρόγραφα, στα 41 χρόνια της

ζωής σου στα «ΝΕΑ» και εκατοντάδες σελίδες και στήλες της εφημερίδας να έχουν

την υπογραφή σου; Αυτή, την πρώτη φορά, μετά τα μακροβούτια, τα ξενύχτια και

την ανεμελιά, το γράψιμο γίνεται σκάψιμο! Και σκάψιμο στα βράχια. Με το

τσιγκέλι βγαίνουν οι λέξεις, για να πέσουν βαριές στο χαρτί. Σαν τις σταγόνες

της φθινοπωρινής βροχής στους στίχους του Λαπαθιώτη…

Δεν λέω υπερβολές. Οι σκέψεις μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη, μπερδεύονται,

τίποτα δεν ξεκαθαρίζει. Αλλά και το χέρι δεν βοηθάει. Είναι πρησμένο από την

απραξία, τρυπημένο από τ’ αγκίστρια της βάρκας και, φυσικά, απρόθυμο να

συμφιλιωθεί με το μολύβι και να συνεργασθεί μαζί του. Ένα μικρό δράμα

κοντολογίς. Που γρήγορα, ευτυχώς, ξεπερνιέται: σε δυο τρεις μέρες, όλα

μπαίνουν στην πρίζα. Και οι «Ματιές» τραβάνε τον δρόμο τους, χωρίς άγχος.

Τέτοιες στιγμές του Σεπτέμβρη σκέφτομαι τα παιδιά. Τα μικρά παιδιά του

σχολείου, όπως τον Δημήτρη του Στέλιου Καραντώνη και τη Δάφνη του Κλεάνθη

Τσακυράκη. Με τι ψυχή, αλήθεια, αυτά τα παιδιά, όλα τα παιδιά, που, τρεις

μήνες, φάγανε τη θάλασσα με το κουτάλι, πάλεψαν, κουτρουβάλησαν, ξενύχτησαν,

βγήκαν έξω από κάθε «πρέπει», να ξαναπάρουν τις θέσεις τους στα θρανία και να

πειθαρχήσουν στις εντολές του δασκάλου; Αλλά κι ο ίδιος ο δάσκαλος ­ να δούμε

και τη δική του μεριά ­ που και αυτός αφέθηκε, για 90 μέρες, στο καλοκαίρι,

πώς να ξαναμπεί στην τάξη και να μπλέξει με τις κιμωλίες και τις προπαίδειες;

Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο νιώθω ότι οι καλοκαιρινές διακοπές έπρεπε να

διαρκούν περισσότερο. Δυο μήνες. Τρεις μήνες. Ώσπου να φτάσουμε να…

κουραζόμαστε από την πολλή ξεκούραση! «Και η δουλειά; Και η υπερπροσπάθεια που

χρειαζόμαστε; Και η νέα Ελλάδα που οραματιζόμαστε;» θα πει ο Σημίτης. Και οι

περισσότεροι Έλληνες, λάτρες, ως γνωστόν, του χαβαλέ, θα σταματήσουν για δυο

στιγμές το τάβλι και θα ψιθυρίσουν: «Δεν μας χ… ρε Νταλάρα;».