|
|
|
Η Τασία Κελεσίδου είναι ένα μεγάλο παιδί με ευαισθησίες, προβληματισμούς και πολλή αγάπη για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της
|
ΑΜΒΟΥΡΓΟ: 23 χρόνια πριν. Το ζεύγος Κυριάκου και Κατερίνας Κελεσίδου φέρνουν
στη ζωή ένα κοριτσάκι. Την βαφτίζουν Αναστασία.
«Χρόνια δύσκολα για τους γονείς μου που ξεκίνησαν, δώδεκα χρόνια προτού
γεννηθώ, από τις Σέρρες για να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς. Η Γερμανία ήταν
τότε για πολλούς Έλληνες, κυρίως, ο τόπος ή αν θέλετε καλύτερη η Γη της
Επαγγελίας. Δεν πρόλαβα να γνωρίσω αυτή τη ζωή. Όμως, οι γονείς μου που δεν
ήθελαν να με στενοχωρήσουν ποτέ δεν μ’ άφησαν να νιώσω την έλλειψη φαγητού και
των αγαθών που ένα μικρό κορίτσι μεταναστών δεν μπορούσε να φανταστεί.
Δυσκολίες και ανάγκες που νιώσαμε μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή μου, την Παναγιώτα».
Η Τασία, χαϊδευτικά όπως την φωνάζουν σήμερα, φαίνεται να μην έχει αφήσει τον
χρόνο να περάσει από πάνω της. Παιδικό πρόσωπο, γεμάτο νοσταλγία.
«Λίγο αργότερα, όταν η οικογένειά μου διαπίστωσε πως η Γερμανία είναι το
Αμβούργο, αποφάσισε τη μεγάλη επιστροφή στην πατρίδα. Δεν κατάλαβα πότε και
πώς έγινε αυτός ο γυρισμός στην Ελλάδα. Ήμουν μόλις δύο χρόνων. Ένα παιδί που
έβλεπε τους γονείς του ελάχιστα και, φυσικά, καταλάβαινε ακόμα λιγότερα».
Δεν τολμούμε να την διακόψουμε. Για να είμαστε ειλικρινείς, ένας από τους
λόγους ήταν και η «φήμη» που την ακολουθούσε, ακόμα κι εδώ στη Σεβίλλη, όπου
διαλέξαμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν της ασημένιας πρωταθλήτριάς μας του
δίσκου. Τουλάχιστον μπροστά μας, όλα φαίνονταν διαφορετικά.
|
Η οικογένειά της πάλεψε σκληρά για να τις προσφέρει ό,τι ήταν δυνατόν και να την αναθρέψει με αξίες και ιδανικά
|
Ίσως γιατί είχε σπάσει ο πάγος. Ίσως γιατί είχε ξαναβρεί το ηθικό και τη
ζωντάνια που δύο χρόνια πριν, ως διά μαγείας, είχαν χαθεί από την πανύψηλη
ξανθιά που χάθηκε από το μπάσκετ, για να την κερδίσει ο κλασικός αθλητισμός.
«Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί γυρίζοντας από το Αμβούργο οι γονείς μου διάλεξαν
τη Θεσσαλονίκη για μόνιμη κατοικία και όχι τις Σέρρες, απ’ όπου ήταν και η
καταγωγή τους. Στο δικό μου ερώτημα, η απάντηση ήταν “γιατί εδώ κάναμε σπιτικό
κι εδώ αυτή η πόλη φαίνεται πολύ φιλόξενη και απέραντη για να βγείτε στον
ανοικτό ορίζοντα της ζωής”».
«Ο πατέρας μου ήταν εκείνος που αποφάσιζε. Τράβηξε πολλά. Η μητέρα ήταν και
παραμένει ο φύλακας άγγελός μας.
Της αδελφής μου και μένα. Μπόρες πολλές, σχολείο με αγάπη και φιλίες,
ελάχιστες. Δύο κορίτσια που ζούσαν όπως τόσα άλλα παιδιά στον δικό τους κόσμο».
Η Αναστασία Κελεσίδου κρατούσε σφικτά το μετάλλιό της και χαϊδεύοντάς το
έφερνε στον νου εικόνες από το παρελθόν, τόσο ζωντανές όμως…
«Στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μας έπιασε δουλειά στον ΟΑΣ. Είναι οδηγός και σε
λίγο βγαίνει στη σύνταξη. Δύσκολα χρόνια, αλλά γεμάτα αισιοδοξία. Δεν
τολμούσαμε να σκεφτούμε διαφορετικά.
Και η Παναγιώτα που φρόντιζε για όλα, γρήγορα έδειξε την αγάπη της για τον
αθλητισμό. Πήγαινε στο Καυταντζόγλειο για να γυμναστεί στον στίβο. Ήθελε να
παρακολουθήσει τα ΤΕΦΑΑ. Ο πατέρας ήθελε να γίνω αθλήτρια. Εγώ ακόμα δεν το
είχα πάρει στα σοβαρά και μόνο από χόμπι έτρεχα και κρατούσα συντροφιά στην
αδελφή μου στην προπόνηση».
«Κράτησε αυτό δύο περίπου χρόνια. Μετά όλα ήλθαν ξαφνικά».
Αρνήθηκα το μπάσκετ
|
Η μεγάλη προσπάθεια που της χάρισε το ασημένιο μετάλλιο και την αναγνώριση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης
|
«Ψήλωνα “επικίνδυνα”. Πολλοί από τα σωματεία του μπάσκετ ήθελαν να με πείσουν
ν’ ασχοληθώ με το μπάσκετ, που ίσως να βοηθούσε και την οικογένεια,
γενικότερα, στο οικονομικό. Μη νομίζετε ότι παραπονούμαι πως μου έλειψε κάτι ή
ότι θέλω να περιγράψω μια άλλη ζωή απ’ αυτή που περνούσα στα παιδικά μου
χρόνια. Ο στίβος ήταν κάτι διαφορετικό για μένα και δεν εννοούσα να τον εγκαταλείψω».
Κι όμως, η Κελεσίδου, αν και αθλήτρια του στίβου, παρακολουθούσε ενόργανη γυμναστική.
«Δεν σας κρύβω πως όταν μου έμενε χρόνος πήγαινα κι έκανα ενόργανη γυμναστική.
Το ύψος δεν με βοηθούσε και γι’ αυτό εγκατέλειψα σύντομα την προσπάθεια.
Αφοσιώθηκα στον στίβο γιατί στο μεταξύ έπαιρνα μπόι και μάλιστα επικίνδυνα για
τα χρόνια μου».
«Όταν μου έλεγαν πως χάνω τον καιρό μου που δεν ασχολούμαι επαγγελματικά με το
μπάσκετ, σε μια εποχή μάλιστα που ίσως να είχα λύσει και πολλά από τα
προβλήματά μου, καταλαβαίνετε τι εννοώ, τότε σκέφθηκα τι έπρεπε να διαλέξω.
Έμεινα στον στίβο απορρίπτοντας πολλές προτάσεις από αναγνωρισμένες ομάδες.
Δεν μου αρέσουν τα ομαδικά αθλήματα. Μου αρέσει η δύναμη, η πάλη και η ατομική
προσπάθεια. Στην επιτυχία ή την αποτυχία, η ατομική προσπάθεια γίνεται έτσι κι
αλλιώς ευτυχία».
Στερήθηκα πολλά
Το πρόσωπο της Τασίας ξαφνικά σκοτεινιάζει. Δεν θέλει να το δείξει και
χαμηλώνει τα μάτια. Μιλάει σιγά. Ντροπαλά. Σαν μικρό κορίτσι που αναζητεί τη
χαμένη ευκαιρία ή το παιχνίδι που δεν είχε τη χαρά ν’ απολαύσει, όταν ήταν
ακόμα παιδί.
«Μου έλειψαν αρκετά πράγματα στην παιδική μου ηλικία, αλλά και μέχρι πριν από
τέσσερα – πέντε χρόνια. Μη νομίζετε ότι ήταν πράγματα μεγάλα ή σπουδαία.
Απλώς, λογικά και αυτά που κάθε νέος έχει και θέλει ν’ απολαύσει. Ήθελα
παρέες. Δεν είχα φίλους. Δεν μπορούσα να κάνω. Χωρίς να φταίω και χωρίς να
ψάξω την αιτία. Περνούσε ο καιρός και τα χρόνια χωρίς να βάζω τελεία στις
αναζητήσεις μου.
Δεν μιλάω πολύ. Όχι γιατί δεν θέλω ή γιατί δεν μπορώ. Αλλά γιατί δεν ανοίγομαι
σε όλους τους ανθρώπους, μετά απ’ όσα είδα και άκουσα ή έμαθα στη ζωή. Δεν
μιλάω με ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Κάνω παρέα μονάχα με όποιους μπορώ να βρω
τα ενδιαφέροντα που η ζωή μ’ έχει διδάξει. Δεν θέλω να μιλάω πολύ για τον
εαυτό μου, γιατί φοβάμαι πως θα πικραθώ. Με ανθρώπους που δεν ταιριάζουμε δεν
μπορώ να κάνω παρέα. Δεν είμαι παράξενη, ούτε δύσκολη. Είμαι ένας απλός
άνθρωπος που έχει τους δικούς του τρόπους και τις δικές του ιδιοτροπίες. Όπως
άλλωστε όλοι οι άνθρωποι».
ΑΘΗΝΑ ’97
Η πεζοπορία της θλίψης
|
Η άφιξή της στην Αθήνα με την Όλγα Βασδέκη. Υποδοχή με τιμές για τις άξιες αθλήτριες
|
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Κελεσίδου έτσι απλά και με ειλικρίνεια αποκαλύπτει ένα άλλο δικό
της κόσμο, καθώς ανοίγει την καρδιά της, ίσως γιατί εκείνος που βρισκόταν
απέναντί της τής ήταν άγνωστος και δεν μιλούσε μαζί του κάθε μέρα. Ίσως, γιατί
το πείσμα και το ήθος της, μέχρι σήμερα, δεν της επέτρεπαν να παίζει με τα λόγια.
«Εδώ και δώδεκα χρόνια, ένας άνθρωπος που γνώρισα στους στίβους, ο Κώστας
Σπανίδης, έβαλε γινάτι να με κάνει πρωταθλήτρια. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά οι
ευθύνες ήταν μεγάλες. Είχε πίστη και εγώ του αφοσιώθηκα. Προπονήσεις, αγώνες
και ελπίδες. Στη δισκοβολία, η τεχνική είναι το παν. Κι αυτό, ο προπονητής μου
προσπάθησε να μου επιβάλει. Έτσι, φθάσαμε στις καλές επιδόσεις και τα ρεκόρ.
Οι ελπίδες των ανθρώπων του στίβου στο πρόσωπό μου άρχισαν να διαφαίνονται. Ο
Κώστας επέμενε. “Θα πας μπροστά. Μη φοβάσαι τίποτα”, μου επαναλάμβανε».
«Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1997 ήταν η μεγάλη στιγμή. Δυστυχώς,
χωρίς να ξέρω τι είχε συμβεί απογοήτευσα όσους με είχαν πιστέψει. Δεν
προκρίθηκα στον τελικό. Αυτό ήταν… Έτρεξα, χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν,
μάζεψα τα πράγματά μου και βγήκα από το στάδιο. Πήρα ένα μονοπάτι που δεν
θυμάμαι ποιο ήταν. Δύσκολο, όπως εκείνο που είχαν ξεκινήσει οι γονείς μου όταν
πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς. Στο μυαλό μου, οι σκέψεις πολλές. Καλύτερα να
μην τις επαναλάβω. Σημασία έχει ότι στις δύο ώρες που περπάτησα, σηκώνοντας
για πρώτη φορά το κεφάλι, αντίκρυσα τα φώτα της πόλης. Στο κέντρο της Αθήνας.
Είχα κάνει πεζή την απόσταση μέχρι το σπίτι μου…».
Ήταν επόμενο να μάθουμε και τους λόγους, τις σκέψεις που πέρασαν από τον νου
της πρωταθλήτριάς μας:
«Ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση στην αθλητική μου καριέρα. Η μοναδική εξήγηση
που μπορώ να δώσω είναι ότι, ερχόμενη από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, το άγχος
της μεγαλούπολης, των σπουδαίων αγώνων και το βάρος που είχαν δώσει όλοι
στηρίζοντας τις ελπίδες για μετάλλιο σε μένα, ήταν από τα βασικά αίτια της
αποτυχίας μου. Με φόβισε η Αθήνα. Το πλήθος που βρέθηκα ξαφνικά ν’ αγωνίζομαι.
Δεν σκέφθηκα ποτέ να εγκαταλείψω την προσπάθεια. Άλλωστε, πώς να το κάνω, όταν
ο Σπανίδης μου είπε: “Πάει πέρασε. Θα επιτύχουμε. Μη φοβάσαι. Θα τα καταφέρουμε”».
Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Η δική μου ηρωίδα
«ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ εκείνες στιγμές η μητέρα μου στάθηκε, όπως πάντα, δίπλα μου.
Η μητέρα μου είναι η πραγματική, η αληθινή ηρωίδα της ζωής μου. Όλα αυτή τα
φροντίζει. Και δεν ξέρω τι θα κάνω όταν, υποχρεωμένη πια από τη ζωή, θα
δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια. Στη μητέρα μου τρέχω κάθε φορά που έχω
κάποιο πρόβλημα. Φυσικά τώρα και στον άνθρωπό μου. Τον Ανδρέα. Γνωριστήκαμε
στον στίβο. Κάναμε παρέα. Τα ενδιαφέροντά μας ήταν κοινά. Αποφασίσαμε χωρίς
άλλες λέξεις και πολλές υποσχέσεις να κάνουμε δεσμό. Τα προβλήματά μου, πλέον,
τα μοιράζομαι εμπιστευτικά μαζί του. Παρ’ όλα αυτά, αρκετές φορές, για να μην
στενοχωρήσω τους ανθρώπους μου, δεν τους λέω τίποτα. Κλείνομαι στον εαυτό μου
και προτιμώ να κρατάω όχι μυστικά, αλλά τουλάχιστον μικρά και μεγάλα πράγματα
που θα στενοχωρούσαν κι άλλους, προτιμώ να μην τα αναφέρω διόλου». Δεν
σκέπτεται η Κελεσίδου να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Λατρεύει τη Θεσσαλονίκη,
παρά το γεγονός ότι κι εκεί κάτι της λείπει που μας εξομολογείται:
«Μου λείπουν το θέατρο, ο καλός κινηματογράφος. Στη Θεσσαλονίκη έρχονται
όχι τακτικά θίασοι από την Αθήνα, αλλά δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω τις
παραστάσεις. Θα ‘θελα για έναν μήνα να μείνω στην Αθήνα και να παρακολουθήσω
όλες τις παραστάσεις των θεάτρων…».
Τα παιδιά
«Όταν τερματίσω την καριέρα μου θα μου άρεσε να ασχοληθώ με τα παιδιά. Θα
κάνω πολλά παιδιά, για να νιώθω ευτυχής. Μετά το Σίδνεϊ η σκέψη μας είναι να
κάνουμε σπιτικό με τον Ανδρέα. Τώρα κάνουμε όνειρα και σκέψεις για το μέλλον.
Επειδή ήταν παιδικό μου όνειρο να γίνω γυμνάστρια και δεν τα κατάφερα, γι’
αυτό θέλω τα παιδιά, να τα μορφώσω και να τα μεγαλώσω όπως εγώ θέλω και όπως
νιώθω κι έζησα εγώ τη ζωή». «Η ζωή είναι δύσκολη. Όμως λέω πάντα, καθώς σηκώνω
το κεφάλι στον ουρανό, ότι είναι πολύ ωραία. Πιστεύω πως ο καθημερινός αγώνας
για τη ζωή είναι κάτι που έχουμε ανάγκη όλοι μας. Αξίζει να παλεύεις για τη
ζωή. Αρκεί να υπάρχει θέληση και πολλή αγάπη για τους γύρω μας».












