Κάποτε αυτός πρώτος ύψωνε τα τρόπαια, σήμερα τα βλέπει και η ιστορία

ξαναγράφεται στα μάτια του


Ζωντανός θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ο Μίμης Παπαϊωάννου. Ο

άνθρωπος ο οποίος κατάφερε ουκ ολίγα στα χρόνια που πρωταγωνίστησε στα γήπεδα

με την κιτρινόμαυρη φανέλα της ΑΕΚ. Και τι δεν κέρδισε όλο αυτό τον καιρό.

Σεβασμό και καταξίωση απ’ όλους τους φιλάθλους, «επίσημη» αναγνώριση από το

ποδόσφαιρο! Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ψηφίστηκε από τη Διεθνή

Ομοσπονδία Στατιστικής και Ιστορίας Ποδοσφαίρου ως ο κορυφαίος Έλληνας

ποδοσφαιριστής του αιώνα. Κι αυτό διότι επί δεκαεπτά χρόνια αγωνιζόταν

ανελλιπώς στη βασική ενδεκάδα της ΑΕΚ. Είτε τραυματίας είτε όχι.

Ο ίδιος ξέρει την αξία του. Και δεν διστάζει να μιλήσει γι’ αυτήν. Μιλάει με

νοσταλγία για το παρελθόν. Προβληματίζεται για το μέλλον. Επιδοκιμάζει τις

προσπάθειες των σημερινών άσων και την ποιότητα του θεάματος. Καυτηριάζει τη

στάση των παραγόντων και την εφαρμογή των νόμων. Και εν τέλει, υπογραμμίζει

ότι «το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει κάνει προόδους, αλλά τα πράγματα έχουν

αλλοιωθεί σε σύγκριση με το παρελθόν».

Το χωριουδάκι Νέα Νικομήδεια της Βέροιας είναι η γενέτειρα του Μίμη

Παπαϊωάννου. Γεννήθηκε το 1942. Σε ηλικία 12 χρόνων, άρχισε να κλωτσάει την

μπάλα. «Το σχολείο δεν μας άρεσε. Ήμασταν φτωχοί και έπρεπε να δουλέψουμε για

να ζήσουμε. Μαζευόμασταν ένα τσούρμο παιδιά και παίζαμε διπλό. Δίπλα στο σπίτι

μου υπήρχε ένα πολύ καλό γηπεδάκι με χόρτο και κλωτσούσαμε από το πρωί έως το

βράδυ. Ωραία χρόνια τότε. Ανέμελα. Η φιλία είχε μεγάλη αξία. Μέχρι τα 18

αγωνιζόμουν στο τοπικό πρωτάθλημα. Ύστερα ήρθε η μετακίνηση στην ομάδα της

Βέροιας που είχε δημιουργηθεί, ύστερα από συγχώνευση του Ερμή και του Βέρμιου.

Και οι δύο σύλλογοι φορούσαν κιτρινόμαυρα», λέει και χαμογελάει με νόημα.

Η μεταγραφή στην ΑΕΚ ήταν όνειρο ζωής. Ήρθε ξαφνικά. Κάποιοι κυνηγοί ταλέντων

πληροφόρησαν τον Τρύφωνα Τζανετή, προπονητή της ΑΕΚ, ότι ο νεαρός Παπαϊωάννου

έχει μεγάλο ταλέντο. Και ο Τζανετής τούς πίστεψε και πήγε να τον δει ο ίδιος.

«Με διεκδικούσε ο ΠΑΟΚ και η Καλαμαριά, ενώ ο Ολυμπιακός προτίμησε να

περιμένει να ωριμάσω. Υποστήριζα τον ΠΑΟΚ, αλλά η ΑΕΚ με εμπιστεύτηκε

περισσότερο. Σκέφτηκα: προσφυγικές είναι και οι δύο ομάδες, δικέφαλοι και οι

δύο, γιατί να μην πάω στην ΑΕΚ που βρίσκεται και στην Αθήνα; Άλλωστε, πιστεύει

σε μένα. Έτσι κι έγινε. Λίγο πριν παρουσιαστώ στον στρατό, υπέγραψα στην ΑΕΚ

για 175.000 δρχ. Οι γονείς μου ήταν ποδοσφαιρόφιλοι και μου συμπαραστάθηκαν.

Δεν ήθελα να τους διαψεύσω και έβαλα τα δυνατά μου».

Το κλίμα στη νέα ομάδα ήταν ιδανικό. Με συμπαίκτες τούς Νεστορίδη, Σεραφίδη,

Σταματιάδη, ο Παπαϊωάννου δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Έπαιζε κάθε Κυριακή

βασικός. Δεν τον σταματούσε τίποτα. Ούτε τραυματισμοί ούτε αρρώστιες. Και

αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος για το ηγετικό πνεύμα και τα υπέροχα γκολ. Οι

κεφαλιές του άπιαστες, οι ενέργειές του ασύλληπτες! Και ήρθε η μεγάλου

βεληνεκούς πρόταση από τη «βασίλισσα της Ευρώπης». «Το 1964 παίξαμε φιλικό με

τη Ρεάλ Μαδρίτης, που έψαχνε για ταλέντα. Πέτυχα δύο γκολ και ένα ο

Σταματιάδης. Οι Ισπανοί ενδιαφέρθηκαν και μου έκαναν πρόταση. Έδιναν τρία

εκατομμύρια στην ΑΕΚ και 700.000 σε μένα για τριετές συμβόλαιο. Ήθελα πολύ να

πάω, αλλά η ΑΕΚ δεν με άφησε. Ήταν το όνειρό μου και μου το στερούσαν. Ήθελαν

τον αρχηγό και ηγέτη τους. Εκνευρίστηκα και τους εκβίασα! Τους είπα ότι δεν

ξαναπαίζω. Το ξανασκέφτηκαν και μου έδωσαν 500.000 για να μείνω. Ικανοποιήθηκα

και άλλαξα γνώμη. Για πάντα στην ΑΕΚ…».

Τότε και τώρα. Από το γηπεδάκι της Βέροιας βρέθηκε στην ΑΕΚ. Τον ζήτησε η

Ρεάλ. Μεγαλούργησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο έως το 1978 και σήμερα ο Μίμης

Παπαϊωάννου θυμάται

Στα μέσα και προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, ο Μίμης Παπαϊωάννου έζησε

μεγάλες στιγμές στην ΑΕΚ. Και την περίοδο ’77-’78 αποφάσισε να σταματήσει.

«Ήμουν 38 χρόνων και θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να πω αντίο. Ένδοξα.

Κατακτήσαμε το νταμπλ και παίζαμε εξαιρετικό ποδόσφαιρο. Ο Μπάρλος ήθελε να με

κρατήσει κι άλλο, όμως προτίμησα να φύγω με ψηλά το κεφάλι. Ο τότε πρόεδρος

του Ολυμπιακού Νίκος Γουλανδρής με ζήτησε στην ομάδα του, αλλά αρνήθηκα. Δεν

ήθελα να νομίζουν στην ΑΕΚ ότι έφυγα λόγω κάποιας παρεξήγησης».

Αμέσως μετά την αποχώρησή του από τον «δικέφαλο», ο Παπαϊωάννου έφυγε με

προορισμό την άλλη άκρη του Ατλαντικού. «Η Αμερική με έσωσε! Αν έμενα κι άλλο

στην Ελλάδα είμαι σίγουρος ότι θα συνέχιζα να αγωνίζομαι. Είχα μεγάλο πάθος,

όμως είχα μεγαλώσει. Δεν ήθελα να κοροϊδέψω κανέναν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες

έπαιξα τρία χρόνια σε μια κυπριακή ομάδα προσφύγων, την Παγκύπριο, ενώ

διετέλεσα και προπονητής στον ίδιο σύλλογο. Ήταν ό,τι χρειαζόμουν εκείνο τον

καιρό. Μόνον έτσι θα ξεκολλούσα από το ποδόσφαιρο».

ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ

Ανιστόρητοι στην ΕΠΟ

Ραντεβού στον αέρα με τον Λουκανίδη

ΟΤΑΝ η κουβέντα πηγαίνει στο κεφάλαιο «Εθνική ομάδα», ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν

σκέφτεται τα παλιά αλλά το πρόσφατο παρελθόν, όταν βρισκόταν στον πάγκο του

αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ως βοηθός. Και γίνεται χείμαρρος!

«Οι άνθρωποι της ΕΠΟ ασέλγησαν πάνω στο ελληνικό ποδόσφαιρο και δεν σεβάστηκαν

την ιστορία μου. Μόλις έγινε η πρόσληψη τού Ιορντανέσκου, έστειλαν κάποιο

υπάλληλο, ο οποίος μου είπε ότι απολύομαι. Χωρίς λόγο. Δεν με ενδιέφεραν τα

χρήματα ούτε η δόξα. Ήταν τιμή μου που εργαζόμουν δίπλα στην Εθνική ομάδα και

με πείραξε η συμπεριφορά τους. Είμαι η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Πώς

να το κάνουμε; Και οι άνθρωποι της ΕΠΟ αποδείχτηκαν ανιστόρητοι!».

Συνεχίζοντας, ο Μίμης Παπαϊωάννου ψάχνει να βρει τον λόγο της απομάκρυνσής

του. Να εντοπίσει το ακίβδηλο της αλήθειας. «Μήπως με έδιωξαν για πολιτικούς

λόγους; Δεν νομίζω. Πάντα τα είχα καλά με όλους. Αριστεροί, δεξιοί μου

χτυπούσαν φιλικά την πλάτη. Κάτι άλλο συνέβη. Ίσως η ΑΕΚ δεν είχε τόσο μεγάλη

δύναμη στην Ομοσπονδία, διότι μαζί με μένα έδιωξαν και τον Κεφαλίδη. Και

πιστεύω ότι αυτός είναι και ο λόγος. Κρίμα, γιατί ο Αλημίσης θεωρείται φίλος

της ΑΕΚ».

Το πρόσωπο που εκτίμησε περισσότερο στην Εθνική ομάδα ήταν ο Αλκέτας

Παναγούλιας. Ήταν αυτός που του ανέθεσε εν λευκώ υπηρεσία στο προπονητικό τιμ.

«Ο Παναγούλιας ήταν κύριος. Με εμπιστεύτηκε και του το αναγνωρίζω. Σέβεται την

ιστορία μου και το απέδειξε. Αυτό κι αυτό μου είπε. Λίγα λόγια και καλά. Όπως

με εμπιστεύτηκε και ο Δήμος Άνω Λιοσίων, που μου ανέθεσε την εποπτεία των

αθλητικών θεμάτων. Εδώ και τρία χρόνια βρίσκομαι κοντά στα παιδιά. Και

χαίρομαι γι’ αυτό».

Ο Μίμης Παπαϊωάννου ενοχλείται με το θέμα του σεβασμού, διότι γνωρίζει τις

δυνατότητές του. Και γι’ αυτό τον λόγο δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Παρ’

όλα αυτά δεν πετάει στα σύννεφα. «Αν αγωνιζόμουν σήμερα μαζί με τους

υπόλοιπους της γενιάς μου, θα είχαμε τα υψηλότερα κασέ. Όμως, πάνω απ’ όλα

είμαι ρεαλιστής.

Οι 500.000 δρχ. που απέσπασα από την ΑΕΚ το 1965 ήταν πολλά λεφτά. Και μάλιστα

εκείνη την εποχή εξασφαλίζαμε περισσότερες ανέσεις για να ζήσουμε, αφού

βρίσκαμε δουλειά μέσω του ποδοσφαίρου. Σχετικά με αυτό που λένε πολλοί ότι

παίζαμε για τη φανέλα, δεν είναι αλήθεια. Παίζαμε για το ποδόσφαιρο. Εγώ θα

μπορούσα κάλλιστα να φύγω από την ΑΕΚ και να αγωνίζομαι στη Ρεάλ Μαδρίτης».

Έγινε τραγουδιστής για να ξεχάσει

Γκολ στην ΚΠΡ. Η βραδιά-θρύλος για την ΑΕΚ

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ή τραγούδι; Το δίλημμα αυτό απασχόλησε σοβαρά τον Μίμη Παπαϊωάννου

τη χρονιά του 1965. Βλέπετε, τον είχε στενοχωρήσει η στάση της ΑΕΚ στο θέμα

της ενδεχόμενης μεταγραφής του στη Ρεάλ Μαδρίτης και ήθελε κάπου να ξεφύγει.

Να κάνει αυτό που αγαπούσε εξίσου με το ποδόσφαιρο. Να τραγουδήσει. Και ο

Στέλιος Καζαντζίδης ήταν αυτός που στάθηκε δίπλα του στα δύσκολα και τον

βοήθησε να αξιοποιήσει το ταλέντο του.

«Τον θαύμαζα από μικρός και λάτρευα τα τραγούδια του. Είχα μέσα μου το λαϊκό

συναίσθημα. Τον γνώρισα στο γήπεδο. Ερχόταν και ζητούσε κάθε εβδομάδα

εισιτήρια από τον Νεστορίδη. Όταν με ζήτησε η Ρεάλ και ήρθα σε παρεξήγηση με

την ΑΕΚ, απογοητεύτηκα και ήθελα να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Προτίμησα το

τραγούδι. Έφυγα για περιοδεία με τον Καζαντζίδη, τη Μαρινέλα και τον

Νικολόπουλο στη Γερμανία. Εκεί μείναμε για περίπου ενάμιση μήνα. Όταν

επέστρεψα στην Ελλάδα είχα κατασταλάξει. Θα σταματούσα το ποδόσφαιρο και θα

ασχολιόμουν με το τραγούδι! Το είχα αγαπήσει. Όμως, ο Καζαντζίδης με προέτρεψε

να συνεχίσω να αγωνίζομαι. Ίσως δεν είχα και το κατάλληλο ταλέντο στο

τραγούδι. Μεσολάβησε κι εκείνος να τα βρω με την ΑΕΚ. Τον πίστεψα και τελικά

συμφώνησα. Χωρίς αυτόν θα καθόμουν στην ομάδα με γκρίνιες και αμφισβητήσεις».

Η συνεργασία όμως Παπαϊωάννου – Καζαντζίδη συνεχίστηκε. Έξι χρόνια αργότερα,

και συγκεκριμένα το 1971, αποφάσισαν να γράψουν το τραγούδι της αγαπημένης

τους ομάδας. Ήταν ιδανική χρονιά, αφού η ΑΕΚ κατέκτησε το Πρωτάθλημα, ενώ

έπαιζε εξαιρετικό ποδόσφαιρο. «Συνεργάστηκε και ο Νικολόπουλος. Τον γνώριζα

από παλιά, αφού καταγόταν από το διπλανό χωριό και στα γλέντια έπαιζε

μπουζούκι. Το τραγούδι της ΑΕΚ αγαπήθηκε πολύ και χαίρομαι που ακούγεται ακόμα

και σήμερα».