Όπως ακριβώς τα «τσιπάκια» έφεραν επανάσταση στην υλική μας ζωή από τον Β’

Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, έτσι και το Βιάγκρα άλλαξε τη στάση μας απέναντι

στη σεξουαλική διέγερση και την ποιότητα του οργασμού.

Ένα συχνό σεξουαλικό πρόβλημα των ανδρών είναι η πρόωρη εκσπερμάτιση. Η

κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη μεταξύ των νέων, σεξουαλικώς

ενεργών ανδρών, ακόμα και μεταξύ όσων έχουν ασίγαστη ερωτική επιθυμία· και

συχνά η καινοτομία ενός νέου συντρόφου την καθιστά ακόμα πιο πιθανή. Κάποτε με

είχε συμβουλευθεί ένας ποδοσφαιριστής που έπαιζε σε ομάδα της πρώτης εθνικής

κατηγορίας και εγώ μπόρεσα να τον βοηθήσω με το πρόβλημά του. Έναν μήνα

αργότερα, ο ποδοσφαιριστής επέστρεψε μαζί με έξι συμπαίκτες του: όλοι

αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα και όλοι αποκρίθηκαν στις απλές συμβουλές που

τους έδωσα ­ μαζί με μια συνταγή του φαρμάκου σεροξάτ. Μερικές φορές, ωστόσο,

η πρόωρη εκσπερμάτιση αποτελεί εκδήλωση ενός βαθιά εδραιωμένου άγχους και

μερικοί άνδρες μπορεί να το βιώνουν με μία σύντροφο αλλά όχι με μία άλλη. Τώρα

πια είναι διαθέσιμη μια ομάδα φαρμάκων, τα SSRIs, πολλά από τα οποία έχουν ως

πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια την επιβράδυνση της εκσπερμάτισηςς.

Οι λόγοι


Η στάση μας απέναντι στη σεξουαλική διέγερση και την ποιότητα του οργασμού

έχει αλλάξει

Οι περιπτώσεις στις οποίες η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί επακόλουθο

ψυχολογικών αιτιών είναι λίγες. Συνήθως υπάρχει κάποιος σωματικός λόγος,

πιθανώς ιατρικός ­ όπως ο διαβήτης, η αρτηριοπάθεια και οι βλάβες στον νωτιαίο

μυελό ή στα νεύρα που οδηγούν από αυτόν στο πέος.

Μερικές γυναίκες δεν έχουν σωματική σεξουαλική απόκριση, αλλά οι περισσότερες

αναπτύσσουν αρχικά τις φυσιολογικές σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές που

σχετίζονται με τη σεξουαλική διέγερση ­ με τη διαφορά ότι αυτές δεν

συνοδεύονται πάντοτε από οργασμό. Και στα δύο φύλα, οι οργασμικές διαταραχές

μπορεί να σχετίζονται με τη γήρανση ή με προβλήματα με τους συντρόφους.

Ο κολπισμός (ή κολεόσπασμος) προκαλείται από ακούσιους σπασμούς των μυών της

πυέλου, ιδίως αυτών του έσω τμήματος των μηρών, που έχουν ως επακόλουθο να

μένουν τα πόδια σφικτά ενωμένα λόγω του σπασμού του μυός που κλείνει το

άνοιγμα του κόλπου. Η επώδυνη σεξουαλική επαφή (ή δυσπαρευνία, όπως λέγεται

ιατρικώς) μπορεί να έχει σωματική αιτία ­ όντως, συχνά, είναι επακόλουθο

παθολογικών καταστάσεων των γεννητικών οργάνων ή της πυέλου. Σε μερικές

περιπτώσεις, όμως, δεν ανευρίσκεται κάποια σωματική αιτία του πόνου και έτσι

οι γιατροί εικάζουν ότι υπάρχει μια ψυχολογική διστακτικότητα απέναντι στη

σεξουαλική πράξη, η οποία συχνά χρήζει ψυχολογικής θεραπείας. Η επιφανειακή

δυσπαρευνία, από την άλλη πλευρά, προκαλείται από ευαισθησία του αιδοίου ή του

κόλπου, και ο πόνος εκδηλώνεται κατά τη διείσδυση. Η διαφορά μεταξύ των δύο

είναι σημαντική για την αξιολόγηση των πιθανοτήτων να υπάρχει μια ψυχολογική αιτία.

Ψυχανάλυση

Σε μία από τις κλινικές όπου εργαζόμουν κατά το παρελθόν, ένας γιατρός

θεράπευε τη σεξουαλική δυσλειτουργία ­ συγκεκριμένα την ανικανότητα στους

άνδρες και την ανοργασμική αντίδραση στις γυναίκες ­ με μια ψυχαναλυτική

μέθοδο. Στο 10% έως το πολύ 25% των ανδρών, η ανικανότητα είναι ψυχολογική και

η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει.

Το 10% των γυναικών, εξάλλου, είναι ανοργασμικές ­ και αυτές μπορούν να

βοηθηθούν ­ και το 3% των γυναικών πάσχουν από κολπισμό: οι περισσότερες

μπορούν να αντιμετωπίσουν σχετικά εύκολα την κατάστασή τους με εξήγηση για

ό,τι τους συμβαίνει, καθησυχασμό και συζήτηση. Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν

ότι ορισμένοι από τους ασθενείς με ψυχολογικής αιτιολογίας σεξουαλική

δυσλειτουργία μπορεί να βοηθηθούν από το Βιάγκρα.


Οι πιθανότητες που έχει ένας άνθρωπος να αναπτύξει σχιζοφρένεια είναι 1 στις 100

Περισσότερα κρεβάτια στα νοσοκομεία προορίζονται για την περίθαλψη των

πασχόντων από σχιζοφρένεια, παρά για οποιοδήποτε άλλο ιατρικό πρόβλημα,

συμπεριλαμβανομένων του καρκίνου και της στεφανιαίας νόσου. Μολονότι η

θεραπεία της σχιζοφρένειας έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 40 χρόνια,

εξακολουθεί να μην είναι τελειοποιημένη, ενώ υπάρχει και το αιώνιο πρόβλημα

του να πεισθούν οι ασθενείς να παίρνουν τα φάρμακά τους. Το στίγμα της

σχιζοφρένειας αποτελεί εμπόδιο τόσο για τη σωστή διάγνωση όσο και για τη

θεραπεία. Η διάγνωση σπανίως γίνεται από την πρώτη στιγμή. Και αυτό, διότι

πρόκειται για μια ασθένεια των νέων, η συμπεριφορά των οποίων φαντάζει στα

μάτια των γονέων τους απλώς αντικοινωνική ή εκκεντρική, ενώ υπάρχει ενδεχόμενο

να μη συνοδεύεται από κανενός είδους ψυχιατρική διαταραχή. Οι πιθανότητες που

έχει ο μέσος άνδρας ή γυναίκα να αναπτύξει σχιζοφρένεια είναι 1 στις 100. Οι

πιο κρίσιμες ηλικίες για την εκδήλωση της νόσου είναι τα 15 έως 25 χρόνια

στους άνδρες, και τα 25 έως 35 χρόνια στις γυναίκες. Οι γυναίκες παρουσιάζουν

επίσης μερικές φορές σχιζοφρενική ψυχική κατάρρευση μετά την εμμηνόπαυση, και

εικάζεται ότι η γυναικεία ορμόνη του φύλου, τα οιστρογόνα, ασκούν κάποια

προστατευτική δράση έως την κλιμακτήριο. Όπως ακριβώς η σχιζοφρένεια

εντοπίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες απ’ ό,τι

σε άλλες, έτσι εντοπίζεται συχνότερα απ’ όσο είναι αναμενόμενο σε ορισμένες

οικογένειες. Είναι, όμως, απίθανο να ευθύνεται ένα και μόνο γονίδιο για τη

μεταβίβαση της προδιαθέσεως για σχιζοφρένεια· αντιθέτως, είναι πιθανόν να

πρόκειται για μια πολυγονιδιακή προδιάθεση. Ως φαίνεται υπάρχουν αρκετά

διαφορετικά γονίδια τα οποία σχετίζονται με τη δημιουργία της προσωπικότητας

και της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου ­ και ως φαίνεται η «θεωρία της σποράς και

του χώματος» είναι απολύτως αληθής στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό σημαίνει

ότι αν ο «σπόρος», δηλαδή η κληρονομική προδιάθεση για σχιζοφρένεια,

αναπτυχθεί σε τέλειο «χώμα», δηλαδή σε ιδεώδες οικογενειακό και κοινωνικό

περιβάλλον, όλα μπορεί να πάνε καλά· αν όμως το «χώμα» είναι ακατάλληλο,

μπορεί να εκδηλωθεί η νόσος. Η σχιζοφρένεια επηρεάζει κάθε πλευρά της ζωής του

ασθενούς. Αλλάζει τα συναισθήματα και την ψυχική του διάθεση: τουλάχιστον 70%

των ασθενών πάσχουν από κλινική κατάθλιψη· πολλοί βρίσκονται κάποιες άλλες

στιγμές σε υπομανιακή ή σε μανιακή κατάσταση (πέραν του δέοντος διεγερμένοι

και σε έξαψη)· και κάποιοι είναι, από καιρού εις καιρόν, τόσο νωθροί και

συναισθηματικώς αδρανείς, ώστε να μην μπορεί κανείς να προσδιορίσει σε τι

ψυχική διάθεση βρίσκονται. Η σχιζοφρένεια οδηγεί σε παραισθήσεις, καθώς

παρεμβαίνει στους φυσιολογικούς μηχανισμούς της σκέψεως, ενώ αλλάζει ακόμα και

τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος στέκεται, βαδίζει και χειρονομεί. Όπως θα

περίμενε κανείς, οι σχέσεις των ασθενών με την υπόλοιπη οικογένεια, τους

φίλους ή ακόμα και τους απλούς γνωστούς τους αλλάζουν, και μερικές φορές

υφίστανται ανεπανόρθωτες βλάβες. Η σχιζοφρένεια μπορεί να αρχίσει αιφνιδίως,

ακολουθώντας ίσως κάποιο απροσδόκητο στρεσογόνο γεγονός ­ απόκτηση παιδιού,

σοβαρή ασθένεια, εγχείρηση, εξετάσεις, αλλαγή εργασίας, σπιτιού ή συντρόφου ­

ή να αναπτυχθεί βαθμιαία. Η καλύτερη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι

φίλοι και οι συγγενείς είναι να παρατηρήσουν τις αλλαγές στην προσωπικότητα

και να αποδεχθούν ότι η ολοένα και πιο μοναχική ζωή του πάσχοντος μπορεί να

μην είναι φυσιολογική ­ όπως ενδέχεται να μην είναι φυσιολογικές οι

συγκεχυμένες σκέψεις και πεποιθήσεις του, οι ακραίες διακυμάνσεις της ψυχικής

του διαθέσεως και η αϋπνία. Η ιατρική φροντίδα πρέπει να αναζητηθεί όσο το

δυνατόν ενωρίτερα, διότι όσο πιο σύντομα αρχίσει ο ασθενής να κάνει θεραπεία,

τόσο καλύτερη είναι η μακροχρόνια εξέλιξή του. Παρ’ όλο που αληθεύει ότι, σε

γενικές γραμμές, οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια βελτιώνονται λιγότερο απ’ όσο

οι ασθενείς με άλλου είδους συναισθηματικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη και η

μανία, η μορφή της συγκεκριμένης ασθένειας ­ όπως γίνεται και με άλλα

ψυχιατρικά νοσήματα ­ ευτυχώς αλλάζει χάρη στην εισαγωγή νέων φαρμάκων.