Ακόμα και αν και η ηγεσία της Ατλαντικής Συμμαχίας παρακάμπτει τα ερωτήματα

περί εμπλοκής χερσαίων δυνάμεων στη Γιουγκοσλαβία, περίπου 12.000 άνδρες του

ΝΑΤΟ έχουν συγκεντρωθεί στην ΠΓΜΔ και στην Αλβανία έχουν ήδη αποσταλεί 2.000

από μία αναμενόμενη δύναμη 8.000 ανδρών. Οι άνδρες αυτοί συμβάλλουν στο

ανθρωπιστικό έργο της βοήθειας των προσφύγων.

Αλλά αναμένεται η αποστολή αμερικανικής δύναμης, που θα περιλαμβάνει

ελικόπτερα Απάτσι, συστοιχίες πυραύλων και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς

προσωπικού στην Αλβανία, με αποστολή να περάσουν τα σύνορα για επιχειρήσεις

εναντίον των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Αμερικανοί αξιωματούχοι αποκάλυψαν ότι

ο στρατηγός Ουέσλι Κλαρκ, ανώτατος διοικητής των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων, ζήτησε

διπλασιασμό των ελικοπτέρων Απάτσι, από 24 σε 48.

Εντούτοις, στρατιωτικοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι οι συμμαχικές χερσαίες

δυνάμεις που σταθμεύουν κατά μήκος των νότιων τμημάτων της Γιουγκοσλαβίας δεν

έχουν καμία σχέση με ΝΑΤΟϊκή δύναμη επέμβασης. Οποιαδήποτε προσπάθεια του ΝΑΤΟ

να εισέλθει βιαίως στην Γιουγκοσλαβία και να καταλάβει έδαφός της, προσθέτουν,

θα απαιτούσε την εμπλοκή περισσότερων δυνάμεων και μήνες προετοιμασίας.

Προσθέτουν δε, ότι δεν υπήρξε λεπτομερής σχεδιασμός για την εμπλοκή τέτοιας

δύναμης ούτε πολιτική απόφαση για να δοθεί το πράσινο φως για την αποστολή

της. Ακόμα και οι μονάδες που βρίσκονται στην περιοχή, αλλά ασχολούνται τώρα

με τη συνδρομή των προσφύγων, θα χρειάζονταν εντατική προετοιμασία για να

μετατραπούν σε μάχιμες, σε περίπτωση εμπλοκής χερσαίων δυνάμεων.

«Δεν είναι δυνατόν τη μία μέρα να έχουμε στρατιώτες να μοιράζουν κουβέρτες και

την επόμενη οι ίδιοι αυτοί στρατιώτες να διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις»,

δήλωσε ο απόστρατος στρατηγός Τζορτζ Τζούλουαν, προκάτοχος του Κλαρκ.

Σύμφωνα με πρόχειρες εκτιμήσεις που έκαναν αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ το περασμένο

καλοκαίρι, θα χρειάζονταν 8.000 στρατιώτες για την προστασία των συνόρων

μεταξύ Αλβανίας και Κοσσυφοπεδίου, 75.000 για να εισβάλουν στο Κοσσυφοπέδιο

και 200.000 για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της Σερβίας, όπως λένε αξιωματούχοι

του Πενταγώνου.

Αλλά το μέγεθος της απαιτούμενης στρατιωτικής δύναμης εξαρτάται από τον

αντικειμενικό στόχο της εισβολής.

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αποφασιστεί είναι ο σκοπός της επέμβασης»,

δηλώνει Ευρωπαίος διπλωμάτης. «Θα αποβλέπει στην εκδίωξη των σερβικών δυνάμεων

από το Κοσσυφοπέδιο και στην επιστροφή των προσφύγων, ή στην ανατροπή του

Μιλόσεβιτς από την εξουσία; Η όποια επιλογή θα έχει μεγάλη σημασία στο μέγεθος

της δύναμης που θα χρειαστεί και στα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν».

Γεωγραφικά, μία εισβολή από την Ουγγαρία, βόρεια της Σερβίας, στο Βελιγράδι θα

ήταν προτιμότερη, επειδή οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις θα διέσχιζαν επίπεδο, ανοιχτό

έδαφος, όπως επισημαίνουν οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες. Αλλά θα απαιτούσε

τη συμμετοχή περισσότερων ανδρών και θα συναντούσε μεγαλύτερη αντίσταση από

τις κυβερνητικές δυνάμεις, που θα ήταν αποφασισμένες να προασπίσουν την

πατρίδα και την πρωτεύουσά τους.

Μια περιορισμένη επίθεση, που θα απέβλεπε στον έλεγχο του Κοσσυφοπεδίου, θα

απαιτούσε τη συμμετοχή λιγότερων στρατιωτών, αλλά η πρόσβαση από τα ορεινά

σύνορα της ΠΓΜΔ και της Αλβανίας προϋποθέτει τεράστιες δυσκολίες.