Μια αρχοντική μορφή. Που ακτινοβολεί ευγένεια, καλοσύνη, γαλήνη, γνώση,
αλλά και αποφασιστικότητα. Η Κυρία Ζουζού Νικολούδη. Αγάπησε τον χορό από
παιδάκι, αλλά της τον στέρησαν. Εκείνη, όμως, κατάφερε να κάνει το δικό της
στα 38 της χρόνια: να χορέψει και να χορογραφήσει. Η Κυρία Ζουζού Νικολούδη,
μαθήτρια της Κούλας Πράτσικα, από τη δεύτερη γενιά του σύγχρονου ελληνικού
χορού, αφού συνυπέγραψε τους μνημειώδεις «Όρνιθες» του Θεάτρου Τέχνης, ίδρυσε
την ομάδα «Χορικά», την οποία συντήρησε με το αίμα της όσο άντεξε και κατάφερε
να την ανασυγκροτήσει το 1995.
Σήμερα, στα 81 της, που καθόλου δεν τα κρύβει, η «προγιαγιά» του ελληνικού
χορού δικαιώνεται. Οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί της και οι άνθρωποι που
τους δίδαξε και είναι σχεδόν ολόκληρος ο ελληνικός χορός και σχεδόν ολόκληρο
το ελληνικό θέατρο δεν την εκτιμούν απλώς και την σέβονται. Την αγαπούν.
|
|
ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ στο σαλόνι «του μαέστρου», όπως λένε ένα απομονωμένο κομμάτι του
φουαγιέ του πρώτου ορόφου, στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί, στην Αίθουσα Δημήτρη
Μητρόπουλου, θα εμφανιστούν τα «Χορικά» της, στις 6, 7 και 8 Νοεμβρίου. Με
«Τρωάδες» την καινούργια τους δουλειά «Βάκχες» και βέβαια «Όρνιθες».
Το αυτοκίνητό της δεν κυκλοφορούσε στον δακτύλιο και την έφερε κάποιος δικός
της με… μηχανάκι! Και να μην έχει αναρρώσει εντελώς από μια εγχείρηση που
έκανε πριν από λίγους μήνες στο πόδι της και να στηρίζεται ελαφρά πια σε μπαστούνι…
Ηλιόλουστο πρωινό, ο ήλιος διαπερνάει τα μεγάλα τζάμια τού φουαγιέ και μας
ζεσταίνει. Τα ασημένια μαλλιά της πιασμένα πίσω, στον κλασικό κότσο, κορμί
πολύ λυγερό, κομψά, λιτά ντυμένη με πουκάμισο και παντελόνι κάτι σε «στυλ
Κάθριν Χέπμπορν» τα ωραία πράσινα μάτια της ελαφρά μακιγιαρισμένα, η σκέψη
της κοφτερή, το βλέμμα της δεν έχει «θολώσει», ζωντανή και γλυκιά παρά τις
αντιξοότητες που αντιμετωπίζει αυτόν τον καιρό στη ζωή της… Για να
μιλήσουμε, ξέκλεψε λίγο χρόνο, πριν μπει στο στούντιο του Μεγάρου, όπου ο
Στέφανος Βασιλειάδης ηχογραφεί τη μουσική του για τις «Τρωάδες».
ΖΩΗ ΓΕΜΑΤΗ
Από γνωστή εύπορη οικογένεια της αθηναϊκής κοινωνίας, κόρη του αρχιτέκτονα
Αλέξανδρου Νικολούδη, η μητέρα της γόνος τών Φιξ, απέκτησε τέσσερα παιδιά από
τον γάμο της με τον νομικό, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ανδρέα Γάζη, έχει
σήμερα δέκα εγγόνια, τρία δισέγγονα και ένα «στον δρόμο»… Ζωή γεμάτη. Και
όμως. Από τα παιδικά της χρόνια έχει κατακαθήσει μια πικρία. «Ήμουν
μοναχοπαίδι. Και πολύ μόνη. Με πολύ αυστηρούς γονείς, που με είχαν κλεισμένη
στο σπίτι. Δεν με άφηναν ούτε άλλα παιδιά να βλέπω ούτε να παίζω και να τρέχω
μην τυχόν ιδρώσω και αρρωστήσω. Ήταν δύσκολη η παιδική μου ηλικία. Δεν θα
ήθελα να την ξαναπεράσω».
Το πατρικό της ήταν ένα παλιό, μεγάλο κτίριο στην Πανεπιστημίου, απέναντι από
τη Βιβλιοθήκη, εκεί που σήμερα είναι η στοά Νικολούδη. Από μικρό παιδάκι ήθελε
να χορεύει. Όλα της τα παιχνίδια ήταν γύρω από τον χορό. Κουβαλούσε κάτι
παλιές κουρτίνες και κουνουπιέρες τής γιαγιάς της, τις έκανε «πέπλα», τις
φορούσε και χόρευε, όπως νόμιζε ότι πρέπει να χορεύουν.
Μετά, ήρθε στην Αθήνα από τη Γερμανία η Κούλα Πράτσικα. Και έφτιαξε τη σχολή
της. «Η αδελφή της μητέρας μου είχε ένα κοριτσάκι που, αντίθετα από μένα, δεν
ήθελε να χορεύει, ενώ η μαμά της ήθελε να την στείλει στην Πράτσικα.
Παρακάλεσε, λοιπόν, τη μητέρα μου να στείλει κι εμένα για χορό, ώστε να
πειστεί και η κόρη της. Κι έτσι με πήγε η μητέρα μου. Με ενδοιασμούς, βέβαια,
γιατί δεν ήθελε να κουράζομαι ξέρετε, μια νοοτροπία πολύ προστατευτική, που
καταπίεζε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η εξαδέλφη μου έφυγε τον άλλο μήνα, ενώ εγώ
έμεινα στον χορό. Πενήντα χρόνια… Τότε ήμουν στα δέκα».
Κάνει στην Πράτσικα τις παιδικές τάξεις, «λίγο ρυθμική, λίγο γυμναστική,
τέτοια πράγματα…». Μεγαλώνοντας, θα περάσει στο «ερασιτεχνικό». «Έκανα με
τις άλλες κυρίες τη γυμναστική μου και τη ρυθμική μου». Όταν η δασκάλα της
ανοίγει το πρώτο «επαγγελματικό» τμήμα, της λέει να πάει. «Το ήθελα κι εγώ, το
ήθελε κι εκείνη, γιατί είχα μεγάλες ευκολίες σωματικές, αλλά οι γονείς μου
ήταν ανένδοτοι. Ούτε η λέξη “χορός” δεν έπρεπε να ακούγεται».
Σπουδάζει, όμως, μουσική. Ο πατέρας της, μανιώδης τής μουσικής «έπαιζε στο
πιάνο, χωρίς να ξέρει νότες, με το αυτί, όλες τις όπερες που είχε ακούσει στο
Παρίσι…» δεν έχει αντίρρηση σ’ αυτό. «Είχα και στη μουσική, επίσης,
ευκολία. Έκανα μάλιστα και κάτι συνθεσούλες, με είχε ακούσει ο Μητρόπουλος και
είχε πει ότι πρέπει να κάνω αντίστιξη, αρμονία… Και έκανα τελικά καλές
σπουδές στη μουσική».
Θα ολοκληρώσει τις μουσικές σπουδές της, θα παντρευτεί, θα γεννήσει τα τέσσερα
παιδιά της, πόλεμος, Κατοχή, δύσκολα χρόνια, όμως η σχέση της με την Πράτσικα
θα συνεχίζεται δεν υπάρχουν πια γονείς και απαγορεύσεις. Ξαφνικά, αρχές της
δεκαετίας του ’50, μαθαίνει ότι θα γίνουν στη Ζυρίχη κάτι πολύ ενδιαφέροντα
σεμινάρια. «Θα δίδασκαν κάποιοι από τους “ημιθέους” μου, όπως τους έλεγα τότε
η Μαίρη Βίγκμαν, η Ροζάλια Χλάντεκ, ο Χάραλντ Κρόιτσμπεργκ… Τρελάθηκα στην
ιδέα ότι θα μπορούσα να δω αυτούς τους ανθρώπους από κοντά. Ο άνδρας μου, που
ήταν φιλότεχνος, αλλά φοβόταν βέβαια και να με αφήσει να ρισκάρω σε πράγματα
που δεν ήξερα, μου λέει: “Τέλος πάντων, αν το θέλεις τόσο πολύ, πήγαινε”.
Και άρχισα τα σεμινάρια. Τρεις εβδομάδες το πρώτο, τρεις το δεύτερο, τρεις το
τρίτο…, γνωρίστηκα με τους ανθρώπους αυτούς, με πρόσεξαν και εκείνοι, γιατί
συνέχιζα να έχω ευκολίες σωματικές και, μια μέρα που αυτοσχεδιάζαμε, η Μαίρη
Βίγκμαν μού λέει: “Έχεις φτερά, ξεκίνα, πέτα!”. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Το
βράδυ μού ζήτησε να φάμε μαζί. Με ρώτησε τι θα κάνω. Της λέω: “Τίποτα. Είμαι
μάνα τεσσάρων παιδιών” τα παιδιά ήταν τότε μικρά ακόμη. Μου λέει: “Θα πας
στην Αθήνα και θα κάνεις ένα ρεσιτάλ”. Μου φάνηκε τερατώδες». Γελάει. «Της λέω
“πώς θα κάνω το ρεσιτάλ;”. “Όχι, θα κάνεις ένα ρεσιτάλ”. Και το έκανα».
Είναι 1955. Είναι στα 38. Η Ελένη Βλάχου θα γράψει στην «Καθημερινή» ένα
υμνητικό κομμάτι που, η Ζουζού Νικολούδη θεωρεί καθοριστικό. Η καριέρα της από
τότε, με τα ρεσιτάλ, θα προχωρήσει γοργά. Τη χαρακτηρίζουν «μουσική
χορεύτρια». Χορεύει πάνω σε μουσική δωματίου, με τους μουσικούς Αλίκη
Βατικιώτη και Τάτση Αποστολίδη, σπουδαστές τότε, να παίζουν, επί σκηνής, μαζί
της, χορεύει κύκλους λίντερ… ενώ, παράλληλα, έχει αρχίσει την καριέρα τής
χορογράφου, αρχικά, στους κόλπους της ομάδας της Κούλας Πράτσικα, που για μια
εποχή, μάλιστα, την ορίζει καλλιτεχνική διευθύντρια της ομάδας.
Την ρωτώ πώς βλέπει τον χορό στην Ελλάδα τού σήμερα.
«Έχει, σίγουρα, μια άνθηση. Και διαθέτει πολλούς σημαντικούς νέους
δημιουργούς. Στην κορυφή των σημαντικών τοποθετώ τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Τον
θεωρώ πάρα πολύ άξιο και ταλαντούχο. Ξέρει τι θα πει “μέτρο”».
Ποιοι την επηρέασαν; Πρώτη πρώτη η Κούλα Πράτσικα, ασφαλώς. «Τα πρώτα χρόνια
ειδικά. Κατάφερε να σπάσει αυτόν τον “γυάλινο πύργο” που είχαν χτίσει οι
γονείς μου και με είχαν κλείσει μέσα. Ήμουν ένα κακομαθημένο παιδάκι, με
μπουκλίτσες και γαντάκια, που δεν τολμούσε ούτε “α” να πει. Αυτό η Πράτσικα
μού το έσπασε. Με σκληρό τρόπο, αλλά το έσπασε. Κούνησε τον εσωτερικό μου
κόσμο και μου επέτρεψε να εκφραστώ. Ήταν μια πολύ μεγάλη παιδαγωγός. Το μάθημά
της ήταν μια μέθη. Πρωτοπόρος! Άνοιξε τους δρόμους στην ελληνική όρχηση. Ώς
τότε, λίγο μπαλέτο υπήρχε και τίποτα άλλο. Ελληνικό χορό να χορέψουμε,
ντρεπόμασταν. Οι κυρίες του καλού κόσμου να χορέψουν καλαματιανό; Πω, πω, πω!
Φοβερό! Αυτά ήταν μόνο για τους γαλατάδες την Καθαρά Δευτέρα»…
«ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ»
Και οι «Όρνιθες»; Ο Κουν;
«Είναι το μεγάλο μου βήμα στο θέατρο. Ήταν ένας ευτυχής γάμος, όπως έλεγε ο
Τσαρούχης, από τον οποίο έχω επίσης μια ωραία και τρυφερή ανάμνηση, όπως και
από τον Αντώνη Φωκά οι δυό τους σχεδίαζαν τα κοστούμια στα ρεσιτάλ μου. Και
όσο για τους “Όρνιθες”, μη νομίσετε ότι υπήρξε ιδιαίτερη συνεργασία. Απλώς ο
ένας έπαιρνε από τον άλλο, καθενός η εργασία γονιμοποιούνταν από την εργασία
του άλλου και ταιριάξαμε. Από τον Κάρολο Κουν έμαθα πολλά για το θέατρο. Τον
έβλεπα πώς δίδασκε, πώς αντιμετώπιζε τις καταστάσεις, πώς φερόταν στους
ηθοποιούς… Του οφείλω πολλά. Όπως και στη μουσική του Χατζιδάκι. Ήταν από
τις ωραιότερες που μου έχουν τύχει. Με ενέπνευσε». «Η μουσική πρέπει να σε
αγγίζει εδώ», λέει και δείχνει το στέρνο της.
Αν περιμένει κάτι; Δεν περιμένει τίποτα πια, μου λέει. «Ο κύκλος της ζωής μου
έχει κλείσει. Είμαι ικανοποιημένη που, έστω και αργά, έχει αναγνωριστεί αυτό
που κάνω με τους συνεργάτες μου. Κάποτε, φανταστείτε, με αντιμετώπιζαν ως μία
εύπορη κυρία που κάνει το “χόμπι” της και θύμωνα πολύ. Περιμένω μόνο να
ακολουθήσουν οι νεώτεροι τον δρόμο που έχουμε χαράξει, όσον αφορά την
ποιότητα, τη λιτότητα, την αλήθεια στην τέχνη και το φως της Ελλάδος. Και όχι
τις σκοτεινές δυνάμεις της Δύσης.
Όσο για την προσωπική μου ζωή, έχω τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια, τρία
δισέγγονα και ένα “στον δρόμο”. Το λέω με καμάρι αυτό, γιατί δεν ξέρω εάν
υπάρχει στον κόσμο άλλη γιαγιά με τέσσερα δισέγγονα που… να χοροπηδάει ακόμη».
|
Η Ζουζού Νικολούδη παιδάκι, στις αρχές της δεκαετίας του ’20 στο Λουτράκι, νέα μητέρα να κάνει μουσική στο γιό της Αντώνη και στην κόρη της Αλεξάνδρα και ώριμη γιαγιά με τα εγγόνια της
|
ΟΤΑΝ η Ζουζού Νικολούδη αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστή ως χορεύτρια, την
καλεί το Εθνικό Θέατρο είναι 1961 να χορογραφήσει τραγωδία. Τον «Αίαντα»
του Σοφοκλή, με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη. «Ήταν μάλλον πικρή η πρώτη επαφή
με την τραγωδία και το Εθνικό. Συνάντησα ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από
αυτό που είχα συνηθίσει στην Πράτσικα. Εκεί υπήρχε μια συνεργασία. Εδώ ο
καθένας δούλευε μόνος στο σπίτι του ο σκηνοθέτης στο σπίτι του, ο
Θεοδωράκης, που έγραφε τη μουσική, στο Παρίσι, εγώ στο σπίτι μου… δεν
ταίριαζαν αυτά που κάναμε, τσακωνόμασταν, ο κόσμος του Εθνικού οι ηθοποιοί
ήταν σε εντελώς άλλο επίπεδο από ό,τι είναι, ίσως, τώρα… Μουσική δεν ξέρανε
η Έλλη Νικολαΐδου τούς μάθαινε τους ρυθμούς των πέντε ογδόων και των επτά
ογδόων με το “κόκ-κι-να μή-λα, πρά-σι-να φύλ-λα, φύλ-λα”, γιατί ήταν αδύνατο
να συνεννοηθούν διαφορετικά κίνηση δεν ξέρανε, να μιλήσουν και να
τραγουδήσουν σε διάφορες θέσεις που ήθελα εγώ δεν μπορούσαν… Δύσκολη
εμπειρία. Ακολούθησαν και άλλες τέτοιες. Και πάντα διαπίστωνα ότι δεν μπορώ να
φτιάξω ανθρώπους κατάλληλους για το αρχαίο δράμα μέσα σε τρεις μήνες. Δεν
γίνεται! Και μοιραία οι σκηνοθέτες συμβιβάζονταν και άτομα που μπορούσαν να
κινηθούν τα έβαζαν να κάνουν τρεις κινήσεις, αυτούς που μπορούσαν να
τραγουδάνε, να πουν δυο-τρία τραγούδια… Δεν ήταν όμως αυτό που ήθελα.
ΜΕ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ
Γι’ αυτό, με τον Νικηφόρο Ρώτα, που είχε τα ίδια οράματα με μένα και που
υπήρξε ένας πολύ πολύτιμος συνεργάτης μου στα πρώτα μας βήματα, κάναμε το 1966
τα “Χορικά”. Παίρναμε σπουδαστές θεάτρου και χορού, τους καλλιεργούσαμε ένα
χρόνο σχεδόν, τους δουλεύαμε καθημερινά τους χορευτές στην υποκριτική, τους
ηθοποιούς στην κίνηση, με κοινή εκπαίδευση στον ρυθμό και στη μουσική μέσα από
τον λόγο. Έπειτα, κάναμε την πρώτη μας περιοδεία, που είχε μεγάλη επιτυχία.
Και συνεχίσαμε μια ωραία, ανοδική πορεία. Ώς το ’74.
Ο αείμνηστος Θεοδωρακόπουλος, που ήταν πρόεδρος στα “Χορικά”, είχε ζητήσει να
ενταχθούν στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου. Ώστε να τονωθεί και ο χειμερινός
τουρισμός, με ένα θέαμα που ενδιέφερε τους ξένους είχε δοκιμαστεί εξάλλου.
Γιατί κάναμε μια “συμπυκνωμένη” μορφή της τραγωδίας, που διατηρούσε το κλίμα
της, χωρίς να ταλαιπωρείται ο ξένος με τον λόγο που δεν καταλάβαινε στα
επεισόδια που τελειωμό δεν είχαν. Τον λόγο εμείς τον χρησιμοποιούσαμε ως
μουσικό στοιχείο.
Το Εθνικό, όμως, αρνήθηκε. Και αναγκάστηκα να διαλύσω την ομάδα. Τα ποσά που
πλήρωνα μπορούσα τότε να πληρώνω, τώρα δεν μπορώ πια ήταν πολύ μεγάλα.
Πληρώνονταν ολόκληρο τον χρόνο 20-25 άνθρωποι και μετά κάναμε μια περιοδεία
δυο-τριών μηνών, στην Αμερική ας πούμε, από την οποία, φυσικά, δεν έβγαιναν τα
έξοδά μας. Ήταν μια μεγάλη αιμορραγία.
Μετά, αραιώσαμε τις εμφανίσεις μας. Από το ’90 ώς το ’95 είχα σταματήσει
τελείως. Και είχα πέσει σε μια βαθιά κατάθλιψη, είχα καταρρεύσει. Όταν μου
πρότεινε η Βίκυ Μαραγκοπούλου, από το Κέντρο Χορού Καλαμάτας, να ανασυστήσω τα
“Χορικά” για το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού που θα γινόταν εκεί, το θεώρησα
αδύνατο. Γιατί πίστευα ότι χρειάζεται προεργασία, δεν είναι “άντε, είμαστε
πάλι μαζί και ετοιμάζουμε μια παράσταση σε δυο μήνες”. Τελικά, η προεργασία
έγινε. Και τα κατάφερα. Και αυτό μου ξανάδωσε ζωή».
Ήταν πολλές οι φορές που έφθασε στο σημείο να θέλει να «τα βροντήξει» κάτω.
«Ιδίως με την έλλειψη αναγνώρισης στην πατρίδα μου, αντίθετα με ό,τι γίνονταν
έξω. Δεν έρχονταν ούτε να μας δουν οι αρμόδιοι. Και ο κ. Μικρούτσικος, στον
οποίο οφείλουμε και την επιχορήγηση που παίρνουμε τώρα, στην Καλαμάτα βρέθηκε
γιατί ήταν τα εγκαίνια του Φεστιβάλ. Και όταν είδε την παράσταση, μου λέει:
“Αυτό πρέπει να συνεχιστεί”. “Τώρα; ” του λέω. “Μετά 30 χρόνια που το λέω και
το φωνάζω; Είναι αργά πια”. “Όχι”, μου λέει. “Θα σας επιχορηγήσω”. Έτσι
υπάρχουμε ώς σήμερα. Με αυτή τη μεγάλη, σχετικά με τους άλλους, τριετή
επιχορήγηση των 30 εκατομμυρίων τον χρόνο, που φθάνουν για να πληρώνω τα
παιδιά της ομάδας μαζί με το ΙΚΑ για τρεις μήνες.
Έχω μια καλή ομάδα. Οι κοπέλες είναι απόφοιτες της Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής
Τέχνης και πολλές υπήρξαν μαθήτριές μου. Έχουμε μια κοινή γλώσσα. Τα αγόρια
προέρχονται από δραματικές σχολές ή είναι ήδη ηθοποιοί, που τους έχουμε βάλει
τους καημένους και τους χτυπάμε κάθε μέρα, για να μπορέσουν να φθάσουν σε ένα
καλό κινησιολογικό επίπεδο, πράγμα που είναι δύσκολο στην ηλικία τους είναι
άνω των είκοσι χρόνων. Ελπίζω η επιχορήγηση να συνεχιστεί. Διαφορετικά θα
είναι μια καταστροφή».
|
|
«Είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με μια ολόκληρη τραγωδία. Είχα πει πολλές
φορές να το κάνω, αλλά το φοβόμουν λιγάκι. Γιατί η δική μας έρευνα
περιοριζόταν ώς τώρα στο να βρίσκουμε λύσεις για τα χορικά μόνον της
τραγωδίας, για τα οποία πολύ μελάνι έχει χυθεί. Τώρα, με τις “Τρωάδες”,
προσπαθούμε τις ίδιες αρχές που εφαρμόζαμε στα χορικά τη συνύπαρξη, σε
απόλυτα ισότιμη μοίρα, λόγου, μουσικής και κίνησης να τις περάσουμε και στα
επεισόδια. Ο Χορός είναι συνεχώς παρών, ως πρωταγωνιστής, αλλά και οι ηθοποιοί
δεν παίζουν ή μιλούν απλώς, αλλά και κινούνται πολύ, με την ίδια ποιότητα
κίνησης που υπάρχει και στα χορικά. Νομίζω ότι έτσι δίνουμε μια ενότητα σε όλο
το έργο.
ΚΛΕΙΔΙΑ
Ένα συμπίλημα της τραγωδίας θα είναι οι «Τρωάδες» των «Χορικών».
«Μεταχειριζόμαστε το αρχαίο κείμενο, αλλά εκείνο που μας απασχόλησε δεν ήταν
να το ακούει και να το καταλαβαίνει απόλυτα ο θεατής εξάλλου ποιος
καταλαβαίνει σήμερα τα αρχαία; Επειδή, όμως, είναι πάρα πολύ μουσική η αρχαία
γλώσσα, χρησιμοποιούμε κάποιες φράσεις-κλειδιά, που δίνουν το κλίμα της όποιας
κατάστασης και που “επενδύονται” μουσικά και κινησιολογικά. Θα είναι ένα
οπτικοακουστικό αποτέλεσμα, που νομίζω ότι δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο
για να το καταλάβουν».
Μιλάει για τον Κοραή Δαμάτη και την Γιάννα Φιλιπποπούλου, που δουλεύουν πλάι
της και συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία των «Τρωάδων». «Είναι
μαζί μου από τα πρώτα “Χορικά”, ως μέλη της ομάδας, έχουν ζήσει όλη την πορεία
και το κλίμα αυτής της προσπάθειας και σήμερα τους παραδίδω τη σκυτάλη, με
απόλυτη ικανοποίηση ότι πραγματικά συνεχίζουν τα “Χορικά” όπως θα το ήθελα.
Στις “Τρωάδες” η περισσότερη δουλειά έχει γίνει από τους δυο τους. Εγώ, πια,
είμαι λιγάκι “από μακριά” και απλώς λέω “αυτό είναι καλό”, “αυτό λιγότερο καλό”».










