|
|
Την ίδια στιγμή που η Κομμουνιστική Επανίδρυση «ρίχνει» την κυβέρνηση της
«Ελιάς» στην Ιταλία, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να σχηματίσουν
κυβέρνηση χωρίς την υποστήριξη του Αριστερού Κόμματος (που έλαβε το εκπληκτικό
για τα σουηδικά δεδομένα 12% των ψήφων) και οι Γερμανοί χωρίς την υποστήριξη
των Πρασίνων.
Οι αριστερές αντιπολιτεύσεις, για κάποιους «άχρηστο κουρέλι», μία μόδα που
έχει προ πολλού περάσει, υπάρχουν λοιπόν ακόμη; Παρά την «πτώση του Τείχους»,
παρά τη «μεγάλη σύγκλιση» και το τέλος των ιδεολογιών; Ας δούμε τα δεδομένα.
Τα πράσινα ή «κοκκινο-πράσινα» κόμματα αποτελούν σημαντικό πόλο περιφερειακής
πίεσης σε αρκετά εθνικά πολιτικά συστήματα, όπως στη Γερμανία (6,7% το 1998),
στο Βέλγιο (7,3% το 1995), στην Ολλανδία (7,3% το 1998), στη Φινλανδία (6,5%
το 1995), στην Αυστρία (4,8% το 1995), στη Σουηδία (4,5% το 1998). Συγχρόνως,
κόμματα αριστερής, συχνά κομμουνιστικής, παράδοσης παίζουν σημαντικό ρόλο σε
μια σειρά χωρών, όπως το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Δανία (7,5% το 1998), το
Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα στη Νορβηγία (6% το 1997), η Συμμαχία της
Αριστεράς στη Φινλανδία (11% το 1995), το Αριστερό Κόμμα στη Σουηδία (12% το
1998). Η ίδια τάση παρατηρείται στις χώρες ισχυρής κομμουνιστικής παράδοσης
της Ν. Ευρώπης με το Κ.Κ. στη Γαλλία (9,9% το 1997), την Ενωμένη Αριστερά στην
Ισπανία (10,5% το 1996), το Κ.Κ. στην Πορτογαλία (8,6% το 1995), την
Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία (8,6% το 1996) και βέβαια τα κόμματα της
αριστερής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ (αθροιστικά: 15,1% το
1996). Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας ότι σε τρεις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(Ελλάδα, Σουηδία, Φινλανδία) η αθροιστική επιρροή αυτών των κομμάτων
(Πράσινων, κομμουνιστικών, κομμουνιστικογενών και αριστερών σοσιαλιστών)
υπερβαίνει το 15% και σε άλλες τρεις (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία) υπερβαίνει το
10% του εκλογικού σώματος.
Συνεπώς, η αριστερή αντιπολίτευση εμφανίζεται πλέον με πολλά οργανωτικά και
ιδεολογικά πρόσωπα (δεν είναι πια η μία, συνήθως κομμουνιστική, αντιπολίτευση
του παρελθόντος) και κατέχει μια ξεχωριστή, αν και περιφερειακή, θέση στο
ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα.
Εν τούτοις, η καθιέρωση και σταθεροποίησή της φαίνεται να αποκτάται με υψηλό
ιδεολογικό τίμημα. Τα μεν πράσινα κόμματα εγκαταλείπουν τον αρχικό
«κινηματικό», και σε μερικές περιπτώσεις ριζοσπαστικό, χαρακτήρα τους,
υιοθετώντας ένα πιο μετριοπαθές αλλά και ταυτόχρονα πιο αριστερό υπό την
έννοια της εστίασης στο κοινωνικό ζήτημα προφίλ. Τα περισσότερα δε
κομμουνιστικής προέλευσης κόμματα εγκαταλείπουν την «κοσμοαναπλαστική»
ιδεολογία τους, αποδέχονται όψεις της νεοφιλελεύθερης πρότασης και συνήθως
υιοθετούν ένα περισσότερο οικολογικό και «new politics» προφίλ. Και τα μεν και
τα δε, με λίγες εξαιρέσεις, παύουν να είναι κόμματα «συστημικής αλλαγής». Στην
ουσία, αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι ένα φαινόμενο διπλής σύγκλισης: οι
πολυδιασπασμένες οργανωτικά και πολύμορφες ιδεολογικά αριστερές
αντιπολιτεύσεις συγκλίνουν μεταξύ τους και την ίδια στιγμή συγκλίνουν με
τη σοσιαλδημοκρατία.
«Οι κομμουνιστές είναι δυσαρεστημένοι σοσιαλδημοκράτες», υποστήριζε στη
δεκαετία του ’30 ο Βέλγος σοσιαλιστής Henri de Man. Τότε, αυτή η θέση αδικούσε
τους κομμουνιστές και τη μεγάλη ιστορική επιλογή της οικοδόμησης μιας νέας
δίκαιης μη-κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Σήμερα, ίσως δεν τους αδικεί πια. Πολλά
κομμουνιστικά κόμματα (αν και όχι όλα), όλα σχεδόν τα κομμουνιστικογενή
κόμματα και, από άλλη βεβαίως ιδεολογική – προγραμματική σκοπιά, πολλά πράσινα
κόμματα συμπεριφέρονται ως αριστερή αντιπολίτευση της Σοσιαλδημοκρατίας. Μία
αριστερή αντιπολίτευση, κόκκινη ή οικολογική, που θαυμάσια θα μπορούσε να
βρίσκεται στο εσωτερικό της Σοσιαλδημοκρατίας. Άλλωστε συγκυβερνά με αυτή σε
πολλές χώρες της Ευρώπης (παράδειγμα: Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Ιταλία).
Σήμερα συντελείται μία ενδιαφέρουσα και παράξενη μετατόπιση ρόλων: οι
κομμουνιστές και οι Πράσινοι συμπεριφέρονται συχνά σαν «δυσαρεστημένοι
σοσιαλδημοκράτες» και οι σοσιαλδημοκράτες σαν «δυσαρεστημένοι
νεοφιλελεύθεροι». Κατά παράδοξο τρόπο και οι μεν και οι δε ισχυροποιούνται,
ακριβώς γιατί αντιστέκονται σε πολιτικές που εν μέρει υιοθετούν! Ωστόσο, σε
μία εποχή θριαμβευτικής επικράτησης του καπιταλισμού, αυτή η «αμυντική»
νοοτροπία, αυτή η «δυσαρέσκεια», ίσως να μην είναι τόσο ταπεινή, τόσο
στερημένη ορίζοντα και προοπτικής όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται.
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.








