Φέτος κλείνει 18 χρόνια στο θέατρο. Γιόρτασε την καλλιτεχνική του ενηλικίωση

παίζοντας τον Τέβιε στον «Βιολιστή στη στέγη», ένα ρόλο που υποστηρίζει πως

ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα.

Το φτωχόπαιδο από την Ξάνθη, που έδινε παραστάσεις Καραγκιόζη στα οκτώ του

χρόνια υπό το φως των κεριών, η έκπληξη του θεατρικού έργου «Το γλυκό πουλί

της νιότης» με την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, ετοιμάζει ήδη τις αποσκευές του

για το χειμερινό του «Στοίχημα», με προίκα μιαν αντίληψη που δεν λέει να τον

εγκαταλείψει όλα αυτά τα χρόνια: ότι ο ηθοποιός είναι δημιουργός.

Γιατί μπορεί με την ερμηνεία του να θέτει ερωτήματα πέρα από το κείμενο.

Γιατί μπορεί να λειτουργεί σαν μια αμφεταμίνη στο αίμα του θεατή…


ΔΕΝ ΑΡΚΕΣΤΗΚΕ στην άρνησή μου να με κεράσει έναν καφέ, μια γρανίτα… κάτι

τις, τέλος πάντων, από τα καλούδια του κυλικείου του θεάτρου. Προχώρησε αμέσως

σε εναλλακτικές και πιο προσωπικές προτάσεις τραταρίσματος.

Δίπλα στις καπνισμένες μπότες και τα σύνεργα του μακιγιάζ, που όλο το

καλοκαίρι τον μεταμόρφωναν στον επιτυχημένο Τέβιε του «Βιολιστή της στέγης»,

ένα βαζάκι με γλυκό κουταλιού, ένα μπουκάλι χειροποίητης βυσσινάδας και

δροσερό νερό.

Φαίνεται απλός και ανεπιτήδευτος. Και ζεστός άνθρωπος. Τόσο, όσο η

χαρακτηριστική χροιά της φωνής του. Δείχνει κατασταλαγμένη ικανοποίηση που

υποδύθηκε τον Τέβιε, την ίδια ώρα που ετοιμάζει τις βαλίτσες του για «Το

στοίχημα» του Κλίφορντ Οντέτς στο θέατρο «Λαμπέτη». «Μου άρεσε πολύ ο

τελευταίος μου ρόλος», μονολογεί. Δεν το βρίσκω καθόλου πρωτότυπο και του το

λέω. Άλλωστε, όλοι οι ηθοποιοί το ίδιο δεν λένε; «Εγώ δεν κάνω ό,τι κάνουν οι

άλλοι, είναι κάτι που σιχαίνομαι και γι’ αυτό δεν είμαι ποτέ στη μόδα. Ούτε

ενδυματολογικά ούτε ως συμπεριφορά. Δεν μπορώ να είμαι κλωνοποιημένος μέσα

στην κοινωνία. Ο άνθρωπος είναι μοναδικό πράγμα και είναι ηλιθιότητα να

μπαίνει σε αγέλες».

Χαμηλώνει τη φωνή του, καθώς ­ κλείνοντας την παρένθεση ­ επανέρχεται στον

Τέβιε. «Ο Τέβιε είναι ένας ρόλος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τη δική μου.

Την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Γιατί αυτά που του συμβαίνουν δεν είναι

προβλήματα σαλονιού». Έχει κάτι με τα σαλόνια; «Απολύτως τίποτα. Το πρόβλημα

του καθενός, σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη και αν ανήκει, μπορεί να είναι

εξίσου βασανιστικό. Απλώς, ένα μάτι απ’ έξω αλλιώς θα δει κάποιον να πεθαίνει

γιατί δεν έχει να φάει και αλλιώς μια κοπέλα μέσα στα κρινολίνα να πεθαίνει

γιατί το τριαντάφυλλο που της έστειλε ο καλός της ήταν κίτρινο και όχι κόκκινο».

ΤΥΧΕΡΟΣ

Ξαναδηλώνει τυχερός που έπαιξε αυτόν το ρόλο και αυτό του το συναίσθημα

ανοίγει μια μεγάλη κουβέντα περί τύχης. «Πιστεύω στην τύχη και στην ατυχία,

όσο πιστεύω και στη δουλειά. Πιστεύω στην Αθηνά και στη χείρα ταυτοχρόνως.

Τύχη είναι κάτι που θα βοηθήσει τις επιθυμίες σου. Υπήρξα τυχερός, δεν

αντιλέγω, αλλά την τύχη και πρέπει να την προετοιμάσεις και πρέπει να είσαι σε

θέση να την εκμεταλλευτείς. Κάθονται ορισμένοι και παρακολουθούν κάθε μέρα τα

άστρα στις εφημερίδες, τα περιοδικά και τις τηλεοράσεις. Κρέμονται από το

στόμα των καφετζούδων για το τι θα τους στείλει ο Θεός και πέραν τούτου… Δεν

γίνονται από μόνα τους τα πράγματα. Ο μόνος τρόπος για να περιορίσεις τις

ατυχίες – αποτυχίες, είναι να κάνεις όσα περισσότερα περνούν από το χέρι σου.

Να είσαι εργατικός, προνοητικός, τακτικός, συνεπής, δίκαιος. Ώστε, ανά πάσα

στιγμή, να έχεις την υποδομή να εκμεταλλευτείς το καλό και να αντιμετωπίσεις

το κακό».

Όσο μεγαλώνει, λέει, γίνεται όλο και πιο κυκλοθυμικός. Νευριάζει όλο και πιο

εύκολα. Ανέχεται όλο και λιγότερα πράγματα, αν και κατανοεί όλο και

περισσότερα. Γίνεται Τούρκος όταν νιώσει ότι πάνε να τον κοροϊδέψουν, ενώ

παλιότερα έκανε, γιατί έπρεπε ­ δεν γινόταν αλλιώς ­ να κάνει ότι δεν

καταλαβαίνει. «Είχα τις ανασφάλειές μου, και της ηλικίας και τις

επαγγελματικές. Από τους νέους περιμένουν οι βρικόλακες να πιουν καλό αίμα. Το

ήξερα το παιχνίδι και εν γνώσει μου τους το έδινα. Τους νέους εκμεταλλεύονται,

σ’ αυτούς δίνουν τα χαμηλότερα ημερομίσθια. Στους μετανάστες. Και εγώ υπήρξα

μετανάστης. Και στην Αθήνα και στη δουλειά, παντού».

Α’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

Δεν τα λέει με θλίψη, γιατί ­ πέρα απ’ όλα τα άλλα ­ θεωρεί πως υπήρξε πάντα

μετανάστης πρώτης κατηγορίας. «Γιατί δεν την μπορώ τη δεύτερη κατηγορία για

τίποτα και με τίποτα. Τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος μου». Τι εννοεί…

πρώτη κατηγορία; «Όχι, φυσικά, ροζ βίλα στην Εκάλη. Όχι ότι δεν είναι ωραία,

αλλά δεν είναι ο στόχος. Γιατί αν βάλω τέτοιο στόχο, μπορεί να πέσω στη

δεύτερη ή την τρίτη κατηγορία». Πρώτη, λοιπόν, κατηγορία είναι, κατά Βαλτινό,

η καλή ποιότητα συναισθήματος, η μεγάλη καθαρότητα στην αίσθηση δικαίου,

συμπεριφορά που να απορρέει απ’ αυτά τα δύο, υψηλοί στόχοι στην τέχνη ­ το

λεγόμενο ανικανοποίητο ­ το να μην επαναπαύεται κανείς. Πρώτη κατηγορία είναι

να κάνεις αυτό που θέλει η ψυχή σου.

Να αποφεύγεις την κοινωνική υποκρισία τού να κάνεις παρέες για

επαγγελματικούς, κοινωνικούς, καλλιτεχνικούς λόγους, αποβλέποντας στο να

κερδίσεις κάτι και όχι τη φιλία αυτή καθεαυτή. Στον έρωτα, ό,τι θέλει η ψυχή

σου. Να μην είσαι με έναν άνθρωπο γιατί έτσι πρέπει ή βολεύει. Δεν καταλαβαίνω

γιατί πρέπει να δηλητηριάζουμε την ψυχή μας με πράγματα που δεν θέλουμε.

Βεβαίως και ο υπόλοιπος χαρακτήρας καθορίζει τι θέλει η ψυχή, που μπορεί να

ζητάει δηλητήρια ή το κακό του άλλου. Επομένως, μια μεγάλη αίσθηση του τι

είναι καλό και τι κακό, για σένα και τους άλλους, μπορεί να προέλθει από τη

μελέτη, την παρατήρηση, το διάβασμα.

Με αυτά κινούμαι και αυτά πιστεύω ότι σου εξασφαλίζουν και μια άλφα ποιότητα

και στον τρόπο που ερμηνεύεις τους ρόλους σου. Όλα είναι αλληλένδετα και

επειδή η λύτρωσή μου είναι το θέατρο ­ και του χρωστώ ευγνωμοσύνη γι’ αυτό ­ η

αναζήτηση της ποιότητας περνάει και μέσα από την ερμηνεία στο θέατρο. Γιατί αν

αυτή δεν είναι υψηλής ποιότητας, δεν αφορά τον κόσμο και δεν μπορεί να λύσει

προβλήματα. Θολώνει τα πράγματα.

Το θέατρο, για να συνεχίσει να ζει και να είναι αναγκαίο, πρέπει να θέτει

ερωτήματα στον άνθρωπο. Όχι ευτελή και κοντόφθαλμα. Όχι ερωτήματα ριάλιτι σόου

του τύπου “τι πιστεύετε, έπρεπε να τη χαστουκίσει ή όχι;”».


Γρηγόρης Βαλτινός. Ήταν η έκπληξη του θεατρικού έργου «Το γλυκό πουλί της

νιότης», παίζοντας δίπλα στην αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη. Πέρασε από οντισιόν

για τον ρόλο, ενώ υπηρετούσε ακόμη στην Αεροπορία (δεξιά)

ΔΙΑΛΕΞΕ αυτό το επάγγελμα, για να περνάει συναρπαστικά. «Για να ‘χω κάτι να

κάνω ακόμα κι όταν δεν έχω τίποτα να κάνω». Στην αρχή, εξομολογείται, είχε τον

ψευτορομαντισμό και την ουτοπία να πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι καλό στοιχείο

μέσα στη φύση. Κι έλεγε πως διάλεξε αυτή τη δουλειά, για να προβάλει την καλή

πλευρά του ανθρώπου. Περνώντας ο καιρός, συνειδητοποίησε ότι συμβαίνει ακριβώς

το αντίθετο. Και τελικά, «είτε από μια ενστικτώδη επιλογή, είτε από μια

ενσυνείδητη μεταστροφή, θέλω να πολεμήσω τον ίδιο τον άνθρωπο. Κι έτσι,

βαθαίνω στη δουλειά μου. Μελετώντας την ψυχή του ανθρώπου μέσα από τη δική

μου, βεβαίως και μέσα από των ηρώων, είμαι σε μια συνεχή επαγρύπνηση».

Δεν ξέρει. Ήταν μια εσωτερική του ανάγκη το να γίνει ηθοποιός. Μπορεί να είχε

να ξεπληρώσει λογαριασμούς με τον εαυτό του, γιατί ήταν ατελής. «Ηθοποιός

σημαίνει ανάλυση, φαντασία, παρατήρηση, αναπαραγωγή συναισθημάτων, δημιουργία

ανθρώπινων χαρακτήρων από το χαρτί. Αν δεν καταλάβω εγώ την ψυχή του ανθρώπου,

θα σας δώσω λάθος αποτελέσματα πάνω στη σκηνή. Θα βλέπετε έναν ήρωα ψεύτικο,

παραποιημένο. Αυτό, λοιπόν, εγώ το έχω κάνει επάγγελμα, γι’ αυτό και λέω ότι

ζω συναρπαστικά».

ΕΚΤΟΣ ΣΚΗΝΗΣ

Όχι, δεν παίζει πια ρόλους στη ζωή του, εκτός θεάτρου. «Παλιά έπαιζα. Είχα και

αποθέματα που τα έχασα, και με την ωριμότητα και γιατί εκτονώνομαι πια πάνω

στη σκηνή, παίζοντας τους ρόλους μου πιο ουσιαστικά και πιο βαθιά».

Παραδέχεται πως, νεώτερος, μπορεί να έπαιζε τον ηθοποιό κι εκτός σκηνής. Λόγω

ενός ηλίθιου ναρκισσισμού που είχε με το επάγγελμά του και τον εαυτό του.

«Κακά τα ψέματα. Μπορεί στη δουλειά αυτή να σ’ έχουν σπρώξει ευτελή κίνητρα. Η

δημοσιότητα, το εξώφυλλο, ο διαφορετικός τρόπος ζωής που δείχνει πιο

ιλουστρασιόν μέσα από τα περιοδικά και την τηλεόραση. Εάν μπαίνοντας στη σόου

μπίζνες ­ και το λέω αυτό με την αμερικανική έκφραση, για να μείνω στην

επιφανειακή του σημειολογία ­ αρκεστείς σ’ αυτό, πάει, κάηκες. Θα

εξαφανιστείς. Πρέπει να πας να γλείψεις τη ζάχαρη και να σου αρέσει τελικά το

πικραμύγδαλο που κρύβεται από κάτω»…

Πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, κάνει συνεχώς κύκλους στην κουβέντα του,

δείχνει να μιλάει περισσότερο με τον εαυτό του παρά με μένα, και στιγμές –

στιγμές νιώθει και την ανάγκη να απολογηθεί γι’ αυτό. «Γιατί μ’ αφήνετε να

φλυαρώ; Κάνω αυτό που δεν πρέπει να κάνω. Δεν δίνω ευθείες απαντήσεις». Και

την ίδια στιγμή, παίρνει και πάλι τα πάνω του. «Καλύτερα, όμως, που δεν μπορώ

να τις τελειώσω τις κουβέντες. Να πω: αυτό είναι και πάει τελείωσε. Είναι και

κάπως φασιστικό. Όλα αυτά, άλλωστε, μπορούν να αναιρεθούν, στην επόμενη συνέντευξη».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Προς το παρόν, αυτό που δεν αναιρείται είναι η ενασχόλησή του με την κακή φύση

του ανθρώπου. «Αυτή την εποχή περνάω την ψυχική ταλαιπωρία της αναζήτησης προς

τα πού βαραίνει η ψυχή του ανθρώπου και προς τα πού πρέπει να στραφεί. Μέσα

από τη μελέτη των ρόλων, συνειδητοποιώ ότι ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος

άνθρωπος μπορεί να είναι καλοπροαίρετος είτε από ανασφάλεια, είτε από αδυναμία

να επιτεθεί. Κι αν είχε αυτή τη δυνατότητα, πιθανόν να μην ήταν και

καλοπροαίρετος. Έρχονται οι θεατές και μου λένε συγχαρητήρια. Και είναι

συγκινημένοι. Και κλαίνε. Κι είναι ενδεχομένως οι ίδιοι αυτοί οι άνθρωποι που

τους καλούν να δώσουν κάτι για τη Ρουάντα και δεν δίνουν ούτε δραχμή. Που

έχουν στη δούλεψή τους έναν πρόσφυγα και τον πληρώνουν ένα χιλιάρικο την

ημέρα. Αυτά είναι τα δεδομένα. Το ερώτημα είναι, τι κάνω εγώ, πού πάω και τι

προσφέρω. Εναντίον τίνος και υπέρ ποίων είμαι. Το ξέρω πως μπορεί να φαίνομαι

ντεμοντέ και ανεπίκαιρος, αλλά νιώθω πως αν δεν λύσω μέσα μου αυτά τα θέματα,

η ερμηνεία μου δεν μπορεί να θέσει ερωτήματα. Και, κυρίως, δεν μπορεί να δώσει

απάντηση στο ερώτημα: Μπορεί ο καλός να είναι κακός, κι ο κακός καλός;».

ΔΕΝ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ποτέ να γίνει αεροπόρος ή καπετάνιος. Γιατρός ή δικηγόρος.

Έστω αστυνομικός… Θεατρικά ήταν τα πρώτα του παιχνίδια στις αυλές και τις

αλάνες της Ξάνθης, όπου έμενε με τη μητέρα και τη γιαγιά του.

«Κάθιζα τα παιδιά της παρέας μου αμφιθεατρικά και τους έκανα διάφορα αστεία,

για να γελάνε. Και τι σου είναι το κύτταρο… Βλέπω τώρα τον μεγάλο μου γιο,

τον Νικηφόρο, να κάνει τα ίδια τσαλίμια στην τάξη του ­ όχι πως του εύχομαι

του παιδιού να γίνει ηθοποιός».

Η τέχνη του πιτσιρικά στην ακριτική Ξάνθη γρήγορα εξελίχθηκε. Επόμενη

παράσταση; Ο Καραγκιόζης… «Κρεμούσαμε τα σεντόνια και παίζαμε με το φως των

κεριών, γιατί δεν υπήρχε τότε ηλεκτρικό, κι ήταν αυτό το κίτρινο φως τόσο

μυσταγωγικό. Καθώς τρεμόπαιζε, όλα έπαιρναν άλλη διάσταση. Οι μανάδες,

βεβαίως, τραβούσαν τα μαλλιά τους. “Βρε σεις, παλιόπαιδα, θα πάρουν φωτιά τα

σεντόνια, θα φύγουμε όλοι επάνω, θα γίνουμε καπνός”…».

Στα οχτώ του χρόνια η οικογένεια ­ στην οποία έχει προστεθεί και ο δεύτερος

σύζυγος της μητέρας του ­ μετακινείται στην Αθήνα. Αλλά και εδώ, ο μικρός

Γρηγόρης, μυαλό δεν βάζει. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο», μαζεύει τα καρέ που

πετάνε στους κινηματογράφους και τα κρύβει σ’ ένα κουτί στο δωμάτιό του.

«Είχαμε, θυμάμαι κι έναν οικογενειακό φίλο, Θεός σχωρέστον, που δούλευε στη

“Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης” και μαζί με τις υπέροχες αφίσες Ταρζάν, Μασίστα και

τέτοια που μου χάριζε, μου έφερνε και πολλά ρετάλια από κινηματογραφικές

ταινίες που μελετούσα καρέ καρέ». Χανόταν με τις ώρες, αλλά η οικογένεια δεν

το ‘χε πάρει και πολύ σοβαρά. «Παίζει το παιδί», έλεγε, άλλωστε «δεν είχα και

με τίποτα άλλο να παίξω. Δεν είναι σαν το γιο μου σήμερα που έχει κάθε μέρα κι

από ένα παιχνίδι κι όλα τα αποτελέσματα της καλοπέρασης, της καταναλωτικής

κοινωνίας και της τηλεόρασης».

Το επόμενο βήμα για τον Γρηγόρη ήταν να ανέβει μέχρι τη καμπίνα του

κινηματογράφου και γρήγορα να εξελιχθεί σε… βοηθό καμπινιέρη. «Όταν είδα το

“Σινεμά ο Παράδεισος” έκλαψα πολύ στην τελευταία σκηνή. Όπως και πολύς κόσμος,

φαντάζομαι. Μόνον που εγώ είχα ιδιαίτερους λόγους. Γιατί κι εγώ ήμουνα το

παιδί που έκοβε τα φιλιά. Περίοδος της δικτατορίας, η λογοκρισία στο φουλ και

οι ερωτικές σκηνές απαγορευμένες. Μας ερχόταν, λοιπόν, η κόπια από την

εταιρεία, εγώ έκοβα τα φιλιά και τις περιπτύξεις, τά ‘βαζα κάπου ξεχωριστά και

σε τρεις μέρες που αλλάζαμε ταινία τα ξαναμοντάριζα»…

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο ­ κι ενώ παράλληλα έχει ήδη κάνει και συνεχίζει να

κάνει ένα σωρό δουλειές, γιατί η οικογένεια είναι φτωχή και χρειάζεται ένα

χέρι παραπάνω «και σε αποθήκη εμπορικού και σε οικοδομή και σε βιοτεχνία

πλεκτών έχω δουλέψει» ­ δίνει εξετάσεις στη Νομική, στη Δραματική σχολή του

Εθνικού και στου Κουν. «Στη Νομική φρόντισα να μην περάσω, στις άλλες πέρασα

και στις δυο, αλλά διάλεξα του Εθνικού που δεν είχε δίδακτρα. Στο πατρικό μου

είπα, έτσι γενικώς και αορίστως, ότι φοιτώ σε μια… σχολή Καλών Τεχνών.

Πέρασαν δύο χρόνια για να το καταλάβει».

Την αποφοίτηση διαδέχεται ο στρατός. Κι εκεί, γύρω στο ’79, κι ενόσω υπηρετεί

στην Αεροπορία, περνάει από οντισιόν για το «Γλυκό πουλί της νιότης» με τη

Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Φέρτη. «Όταν μου μήνυσε ο Ντασσέν ότι θα με

πάρει, τρελάθηκα. Είχα μέρες ολόκληρες να κοιμηθώ από την αγωνία, γιατί η

απάντηση άργησε πολύ να έρθει κι έκανα άλλες τόσες ξάγρυπνος από τη μεγάλη

χαρά. Έχω μια ταχυκαρδία και συνηθίζω να λέω ότι η καρδιά μου μονταρίστηκε να

λειτουργεί σε πολλούς σφυγμούς απ’ όλες εκείνες τις αγωνίες. Για το ξεκίνημα

ενός επαγγέλματος τόσο αβέβαιου οικονομικά, στο οποίο ­ αν αποτύγχανα ­ ο

δρόμος θα ήταν ένας: πίσω στο πλεκτήριο…»

Vidcast: Face2Face