Γιατί αλήθεια ακούγονται γοητευτικοί οι βίοι των παρανόμων; Φταίει η ψευδαίσθηση ελευθερίας που απηχούν; Διαθέτουν οι κατεργαριές τους κάτι το διασκεδαστικό; Πάρτε για παράδειγμα τα έργα και τις ημέρες του Κολομβιανού Πάμπλο Εμίλιο Εσκομπάρ, του μεγαλύτερου βαρόνου ναρκωτικών, αλλά και του «πιο επικίνδυνου ανθρώπου στον κόσμο» ή «βασιλιά της κοκαΐνης» όπως είναι μερικά αξιώματά του: έχουν εμπνεύσει βιβλία, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, πίνακες ζωγραφικής και τηλεοπτικές σειρές.

Από τις τελευταίες, το «Narcos» έγινε διάσημο διεθνώς. Σαν να ωραιοποιούσε όμως τα πράγματα. Το έχει δηλώσει πολλάκις ο γιος του Εσκομπάρ, Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ ή, όπως ευνοήτως μετονομάστηκε, Σεμπαστιάν Μαροκίν. Κάτι τέτοιες διαστρεβλώσεις ίσως τον οδήγησαν στη συγγραφή του «Πάμπλο Εσκομπάρ, ο πατέρας μου», που προ ημερών τον έφερε στα καταστήματα Public για μια παρουσίαση. Κάτι τέτοιες διαστρεβλώσεις ή και μια εσωτερική ανάγκη: η μοναδική ευχαριστία του βιβλίου, για την οποία ο συγγραφέας διαπληκτίστηκε με τον εκδότη του, φανερώνει αρκετά για τις προθέσεις του. «Ευχαριστώ τον πατέρα μου» διαβάζει κανείς, «που μου έδειξε ποιον δρόμο να μην πάρω».

Αγνωστες πτυχές

Οχι ότι το βιβλίο στερείται άγνωστων πτυχών της ζωής τού «Ελ Πατρόν». Ο Μαροκίν είτε τις έζησε από πρώτο χέρι (έστω μέχρι τον Δεκέμβριο του 1993, όταν στα δεκάξι του, ο πατέρας του έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης) είτε τον άκουσε να τις διηγείται, είτε, τέλος, τις συγκέντρωσε έπειτα από έρευνες και συναντήσεις με φίλους, με εχθρούς του ή με συγγενείς θυμάτων του.

Κάπως έτσι μαθαίνουμε ότι ο Εσκομπάρ ήταν ένας έφηβος που διάβαζε από Readers Digest μέχρι Λένιν, που έκοβε το γκαζόν των γειτόνων για χαρτζιλίκι, αλλά και που παρανόμησε πρώτη φορά όταν πλαστογράφησε κάμποσα απολυτήρια λυκείου. Από τις μικροπαραξενιές του, μία αφορούσε το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου του (έπρεπε να βρίσκεται ακριβώς στη μέση του στέρνου), άλλη είχε να κάνει με μια αγαπημένη μικρή χτένα, ενώ μια τρίτη τον ήθελε να κάνει μπάνιο με τις ώρες.

Ολα αυτά βέβαια μοιάζουν με αναμνήσεις οποιουδήποτε γιου. Ο Σεμπαστιάν Μαροκίν, από την άλλη, οκτώ χρονών κάθησε με τον πατέρα του σε ένα τραπέζι γεμάτο ναρκωτικά και αφού ενημερώθηκε για τη δράση τους, πληροφορήθηκε ότι «γενναίος είναι αυτός που δεν δοκιμάζει, αν όμως νιώσεις την περιέργεια, θα προτιμούσα να σε καθοδηγήσω για να δεις ότι δεν είναι τίποτα σπουδαίο».

Ηταν τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ο επικεφαλής του περιβόητου καρτέλ του Μεδεγίν διακινούσε τεράστιες ποσότητες κοκαΐνης, σε αμερικανούς κυρίως πελάτες (θιασώτες ενός αντιστοίχως πολυτραγουδισμένου ηδονισμού), αποκτώντας περιουσία ανυπολόγιστη. Μετέφερε το εμπόρευμά του σε κούφια πλυντήρια, σε τζιν ποτισμένα με υγρή κοκαΐνη ή μέσω αεροδιαδρόμων καμουφλαρισμένων με συρόμενα σπίτια. Τα έσοδα μεταμορφώνονταν σε πολυτελείς χασιέντες (με τρεις ζωολογικούς κήπους), χρησιμοποιούνταν για δωροδοκίες, στριμώχνονταν σε πινιάτες οικογενειακών γιορτών. Μετά τον θάνατο του Εσκομπάρ, ο γιος του είδε συγγενείς να διαφεύγουν με όσα είχαν συγκεντρώσει. Μέχρι και αντίπαλους βαρόνους αντιμετώπισε, που τον ήθελαν νεκρό: πριν από μια κρίσιμη συνάντηση μαζί τους προσευχόταν όλη νύχτα στον Θεό να του δώσει μια ευκαιρία και να μαλακώσει τις καρδιές τους. Πώς να φαίνονταν όλα αυτά σε έναν δεκαεπτάχρονο;

Η συνάντηση με το κοινό στα Public είχε παρόμοιες απορίες. Μακάρι, απαντούσε ο Μαροκίν, να είχε καλύτερες ιστορίες να διηγηθεί. Μακάρι το βιβλίο του να μην αφηγούταν μια ιστορία οικογενειακής προδοσίας. Τους έχει συγχωρέσει πάντως όλους. Η συγχώρηση που εκείνος αποζητά, είναι από τα πάμπολλα θύματα του πατέρα του: αν και είχε υποδεχθεί τον θάνατό του ορκιζόμενος εκδίκηση, σύντομα, αντιλαμβανόμενος ότι έτσι θα διαιώνιζε την αιματοχυσία, επιδόθηκε σε μια προσπάθεια ειρήνευσης και συμφιλίωσης.

Τα παιδιά του Λάρα

Ειδικά προτού συναντηθεί με τους γιους του δολοφονημένου υπουργού Δικαιοσύνης Ροδρίγο Λάρα, ο Μαροκίν (που έμαθε για το έγκλημα ακούγοντας τον πατέρα του να λέει «κοίτα, παιδί μου, είμαι ένας κακοποιός») ένιωθε ότι είχε «ένα μαχαίρι στην καρδιά». Τα παιδιά του Λάρα πάντως τον αντιμετώπισαν επίσης ως θύμα της βίας, όπως έκαναν και άλλοι ομοιοπαθείς. Ο Μαροκίν, αντί να ζητήσει τη φιλία τους, σεβόταν απλώς το πένθος τους. Κι εκείνοι, το δικό του. Απέναντί τους έβλεπαν και κάποιον που έχασε τον γονιό του, έναν γονιό που «ήταν ο πιο επικίνδυνος κακοποιός της εποχής, αλλά που στο σπίτι ήταν ο πιο τρυφερός πατέρας».

Από την εξίσωση δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα ποδοσφαιρικά γήπεδα που έχτιζε (ώστε οι νέοι να μην οδηγηθούν στα ναρκωτικά), τα κέντρα υγείας σε υποβαθμισμένες περιοχές, έργα τέλος πάντων που σήμερα κάνουν μερικούς να βλέπουν τον Εσκομπάρ σαν Ρομπέν των Δασών. «Το καταλαβαίνω, αλλά τα χρήματά του περισσότερο στη διαφθορά της χώρας συνέβαλαν, παρά στην ανάπτυξή της» έλεγε στο κοινό ο Μαροκίν. Αντιλαμβανόταν, θυμόταν τις θετικές πτυχές του, ήξερε όμως πως ο Εσκομπάρ θα έμενε στην ιστορία για το κακό που έκανε. Οχι ότι είχε διάθεση για νέες ετυμηγορίες: «Αν μου λέγατε ότι ήταν καλός άνθρωπος» κατέληγε, «θα έλεγα ναι, ήταν. Αν μου λέγατε ότι ήταν κακός, πάλι ναι θα έλεγα».

Το παζλ

«Ποτέ δεν μου είπε μια λέξη παραπάνω»

Απέχοντας από μανιχαϊστικές προσεγγίσεις ή σχετικιστικές δικαιολογήσεις, ο γιος του Εσκομπάρ, ο οποίος ζει στο Μπουένος Αϊρες με την οικογένειά του και εργάζεται ως αρχιτέκτονας, διατηρώντας παράλληλα μια μικρή επιχείρηση με ρούχα διακοσμημένα με μηνύματα ειρήνης, προσπάθησε από νωρίς δύο πράγματα: να συνεισφέρει σε έναν συμφιλιωτικό διάλογο με τους πληγέντες του πολέμου των καρτέλ και να μιλήσει εκ νέου για έναν διαβόητο εγκληματία με όλες του τις αρετές και τα ελαττώματα. Στο βιβλίο του η περιγραφή ζεστών οικογενειακών στιγμών, οι αφηγήσεις της Βικτορία Ενάο, συζύγου του βαρόνου, που αποκάλυπτε στον γιο της ότι τον ερωτεύτηκε γιατί «ήταν πολύ ρομαντικός» και γιατί «ποτέ δεν μου είπε μια λέξη παραπάνω», δεν αναιρούν φυσικά, αλλά συμπληρώνουν την εικόνα. Οπως εξάλλου περιγράφει ο Μαροκίν, οι πολιτικοί ή οι εισαγγελείς της Κολομβίας με τους οποίους ο πατέρας του συγχρωτιζόταν και ως ναρκέμπορος αλλά και ως βουλευτής δεν ήταν πάντοτε τιμιότεροι από εκείνον. Για τη στάση των ΗΠΑ και της CIA θα επανέλθει με επόμενη έκδοση. Η παρούσα «θέτει ερωτήματα για το πώς είναι οργανωμένη η πατρίδα μας και οι πολιτικές της». Καλεί δε τον αναγνώστη να μην ξεχάσει τον συγγραφέα: «Να μη με μπερδέψει με τον πατέρα μου γιατί τούτη εδώ είναι και η δική μου ιστορία».

Juan Pablo Escobar

(Juan Sebastian Maroquin Santos)

Πάμπλο Εσκομπάρ,

Ο πατέρας μου

Μτφ. Μαρία Παλαιολόγου

Εκδόσεις Μίνωας 2017, σελ. 400

Τιμή: 18,80 ευρώ