Αναζητώντας υλικό για τη συγγραφή μιας βιογραφίας του Στάλιν, ο πολυβραβευμένος βρετανός συγγραφέας και ιστορικός Σάιμον Σέμπαγκ Μοντεφιόρε ανακάλυψε μια ξεχωριστή υπόθεση. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο εφήβων, η οποία διήρκεσε ελάχιστα και τελείωσε άδοξα. Είχε όμως ως αποτέλεσμα 26 παιδιά να πέσουν θύματα της παράνοιας του σοβιετικού δικτάτορα.

Πριν από εβδομήντα χρόνια στη Μόσχα, τον Αύγουστο του 1943, δύο πυροβολισμοί διέλυσαν απότομα μια ομάδα παιδιών που διέσχιζε μια γέφυρα πίσω από το Κρεμλίνο επιστρέφοντας από το σχολείο. Δύο από αυτά τα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, έπεσαν νεκρά. Τα άλλα κατατρόμαξαν. Κάποια έτρεξαν κατευθείαν στα σπίτια τους για να διηγηθούν στις μητέρες τους τι είχε συμβεί, ενώ κάποια άλλα έμειναν κοκαλωμένα δίπλα στα άψυχα σώματα των δύο συμμαθητών τους. Τα παιδιά αυτά δεν ήταν οποιαδήποτε παιδιά, αλλά οι γιοι και οι κόρες των ανώτερων στελεχών της Σοβιετικής Ενωσης, των πιο κοντινών συμβούλων του Ιωσήφ Στάλιν. Το σχολείο στο οποίο φοιτούσαν ήταν το περίφημο Σχολείο 175, το καλύτερο της Μόσχας εκείνη την περίοδο. Παρά τη νεαρή ηλικία τους, κατάλαβαν αμέσως ότι αυτοί οι βίαιοι θάνατοι στην κορυφή της σοβιετικής ιεραρχίας αποτελούσαν εξαιρετικά ανησυχητικό γεγονός. Κανένα όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 26 από αυτά θα κατέληγαν στις περιβόητες φυλακές της Λουμπιάνκα με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Στάλιν.

Τα «ανίψια» του Λένιν

Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν ο 16χρονος Βάνο και ο 14χρονος Σέργκο Μικογιάν, δύο από τους γιους του Αναστάς Μικογιάν, συντρόφου του Λένιν, στενού φίλου του Στάλιν και μέλους του πανίσχυρου πολιτμπιρό. Οι δεσμοί μεταξύ του Μικογιάν και του Στάλιν ήταν εξαιρετικά ισχυροί. Μάλιστα οι δύο οικογένειες μοιράζονταν ένα αγρόκτημα στην εξοχή, όπου περνούσαν μαζί τις διακοπές τους. Ενας άλλος εκλεκτός νεαρός εκείνης της παρέας μαθητών ήταν ο 11χρονος Λεονίντ Ρέντενς, ανιψιός του Στάλιν. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, ο επικεφαλής της ΕΣΣΔ συμπεριφερόταν στους γονείς του αγοριού, τον Στάνισλαφ και την Αννα Ρέντενς, σαν να ήταν στενοί και έμπιστοι συγγενείς του. Η Αννα Ρέντενς ήταν αδελφή της γυναίκας του Νάντιας, ενώ ο Σταν Ρέντενς ήταν ανώτερος μυστικός αστυνομικός. Το 1940 όμως ο Στάλιν έδωσε εντολή να δολοφονηθεί. Η Αννα Ρέντενς αναγκάστηκε να συνεχίσει τη ζωή της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Ολοι εκείνοι οι μαθητές του Σχολείου 175 είχαν μεγαλώσει κατά τα χρόνια του Μεγάλου Τρόμου της δεκαετίας του 1930 και γνώριζαν καλά ότι όσοι δεν ακολουθούσαν τους κανόνες συνήθως εξαφανίζονταν. Ως μέλη της παλαιάς αριστοκρατίας τα παιδιά αυτά και οι οικογένειές τους απολάμβαναν προνόμια όπως αμερικανικές λιμουζίνες, διαμερίσματα, υπηρετικό προσωπικό, εξοχικές κατοικίες. Ολοι όμως γνώριζαν ότι το Κόμμα, το οποίο ήταν ο Στάλιν, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τα πάρει όλα πίσω, όχι μόνο τα αυτοκίνητα και τα σπίτια αλλά και τις ζωές αυτών στους οποίους τα παρείχε.

Φονικός έρωτας

Ωστόσο, το 1943 τα χρόνια του Μεγάλου Τρόμου έμοιαζαν να αποτελούν παρελθόν. Επειτα από τη μάχη του Στάλινγκραντ και την αλλαγή της τροπής του Μεγάλου Πολέμου, στη Μόσχα επικρατούσε ενθουσιασμός. Οι ημέρες για τα παιδιά του Σχολείου 175 κυλούσαν σχεδόν φυσιολογικά. Ενα από αυτά, ο Βλαντίμιρ Σακούριν, στενός φίλος του Βάνο Μικογιάν και γιος του υπουργού Αεροπορικής Βιομηχανίας της ΕΣΣΔ, ήταν ερωτευμένος με τη συμμαθήτριά του Νίνα Ουμάνσκι. Τον Ιούλιο του 1943 η Νίνα ανακοίνωσε στον Βλαντίμιρ ότι έπρεπε να φύγει από τη Μόσχα διότι ο πατέρας της είχε διοριστεί πρεσβευτής στο Μεξικό. «Δεν θα σε αφήσω να φύγεις», της απάντησε εκείνος. Την παραμονή της αναχώρησης της Νίνας, ο Βλαντίμιρ ζήτησε από τον Βάνο Μικογιάν να του δανείσει ένα όπλο –η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο και κάθε άνδρας έφερε οπλισμό. Επιπλέον η οικογένεια Μικογιάν είχε τη δική της προσωπική φρουρά από στελέχη της Νι Κα Βε Ντε (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων). Ο Βάνο κατάφερε να βρει ένα όπλο από κάποιον σωματοφύλακα του πατέρα του και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, καθώς τα παιδιά διέσχιζαν τη γέφυρα κοντά στο Κρεμλίνο, το έδωσε στον φίλο του ο οποίος έτρεξε να προλάβει την αγαπημένη του Νίνα. Οταν το ζευγάρι έφτασε στο τέρμα της γέφυρας ο Βλαντίμιρ έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε τη νεαρή κοπέλα και αμέσως μετά αυτοπυροβολήθηκε.

«Ο Βάνο ήταν συγκλονισμένος», θυμόταν δεκαετίες μετά ο Σέργκο, ο μικρότερος από τους αδελφούς Μικογιάν συνομιλώντας με τον Μοντεφιόρε. «Γνώριζε ότι οι συνέπειες θα ήταν τρομακτικές και ένιωθε απαίσια». Καθώς οι πρωταγωνιστές του φονικού δεν ήταν τυχαίοι, η υπόθεση έφτασε αμέσως στα χέρια των αντρών της Νι Κα Βε Ντε. Ο ανεκπλήρωτος εφηβικός έρωτας και η τραγική κατάληξή του κέντρισαν το ενδιαφέρον του Στάλιν, ο οποίος ζήτησε από τον επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας Λαβρέντι Μπέρια να αναλάβει προσωπικά την υπόθεση.

Μερικές ημέρες αργότερα, ο Μπέρια ενημέρωσε τον Στάλιν ότι δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο και πως ουσιαστικά επρόκειτο για μια αδιάφορη ιστορία. Εκείνος όμως δεν ήταν ευχαριστημένος. Ηθελε να μάθει πώς κατάφερε να βρει το όπλο ο ανήλικος αυτόχειρ και, επιπλέον, θεωρούσε πως τα μέλη της άρχουσας τάξης έτειναν προς τη μαλθακότητα και τη διαφθορά. Σχεδόν αμέσως οι άνδρες του Μπέρια κατάφεραν να βρουν κάτι: ένα μυστικό τετράδιο του Βλαντίμιρ το οποίο εμπεριείχε τους κανόνες παιχνιδιών στρατηγικής που είχαν σκαρφιστεί κάποια από τα παιδιά του Σχολείου 175. Σε ένα από αυτά υπήρχε αναφορά σε μια Τέταρτη Αυτοκρατορία, την οποία διοικούσαν πρόσωπα που έφεραν τίτλους γερμανικούς, «Gruppenführer» και «Reichsführer». Επρόκειτο για εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι. Ο Στάλιν είχε βρει αυτό που έψαχνε.

Παιδιά στη φυλακή

Ενα απόγευμα, μερικές ημέρες μετά το τραγικό συμβάν, ο Βάνο Μικογιάν βγήκε από το σπίτι για μια δουλειά, αλλά δεν ξαναγύρισε. «Η μητέρα μου είχε τρελαθεί. Ενημέρωσε τον πατέρα μου και έψαξαν παντού. Τηλεφώνησαν σε νοσοκομεία και σε αστυνομικά τμήματα», ανέφερε στον συγγραφέα ο Σέργκο. «Μετά ο πατέρας μου κατάλαβε». Ο Αναστάς Μικογιάν τηλεφώνησε πρώτα στον Μπέρια και αμέσως μετά στη γυναίκα του. «Μην ανησυχείς. Ο Βάνο είναι στη Λουμπιάνκα. Μην πεις τίποτα σε κανέναν. Η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί». Οι Μικογιάν δεν μπορούσαν να αντιδράσουν και ήταν αναγκασμένοι να συνεχίσουν τη ζωή τους κανονικά. Στη Μόσχα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας –στην εξοχική κατοικία, την οποία μοιράζονταν με την οικογένεια του Στάλιν, η μητέρα και τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα.

Ενα από εκείνα τα Σαββατοκύριακα ο 14χρονος τότε Σέργκο βγήκε από το σπίτι στην αυλή για να παίξει, αλλά ούτε εκείνος ξαναγύρισε καθώς απήχθη από άνδρες της Νι Κα Βε Ντε. «Ελα μαζί μας», του είπαν. «Μα φοράω τις πιτζάμες μου», απάντησε εκείνος, «Πρέπει να ενημερώσω τη μητέρα μου. Θα ανησυχεί». «Δεν χρειάζεται. Μόνο μία ώρα θα χρειαστεί», αποκρίθηκαν οι μυστικοί αστυνομικοί. Η μία ώρα όμως τελικά διήρκεσε 6 μήνες. Ο επόμενος που εξαφανίστηκε ήταν ο 11χρονος Λεονίντ Ρέντενς, ο ανιψιός του Στάλιν. Στις φυλακές της Λουμπιάνκα κατέληξαν συνολικά 26 παιδιά. Ανακρίνονταν νυχθημερόν και κανένα δεν γνώριζε την ύπαρξη των άλλων. Αρχικά, επικεφαλής της υπόθεσης τέθηκε ο Λεφ Σεΐνιν, βετεράνος επιθεωρητής, ο οποίος έχοντας αντιληφθεί ότι επρόκειτο για κατασκευασμένη υπόθεση αντιμετώπιζε τα παιδιά με επιείκεια. Οταν όμως ανέφερε στον Στάλιν ότι είναι αθώα, εκείνος εξοργίστηκε. Απομάκρυνε τον Σεΐνιν και στη θέση του διόρισε τον στρατηγό Λέονιντ Βλαντζιμίρσκι, τον πιο σκληρό από τους ανακριτές της Νι Κα Βε Ντε.

«Ομολογήστε τη συνωμοσία»

Ο Βάνο Μικογιάν είχε ομολογήσει ότι είχε δανειστεί το όπλο από τους σωματοφύλακες του πατέρα του, αλλά η κατάσταση είχε πάρει ήδη επικίνδυνη τροπή. Τα παιδιά ανακρίνονταν και κατηγορούνταν για τη διοργάνωση μιας συνωμοσίας με στόχο τη δολοφονία του Στάλιν, τη διάλυση του Κόμματος και την εγκαθίδρυση δικής τους κυβέρνησης. Επειτα από μήνες, τον Δεκέμβριο του 1943, οι ανακρίσεις σταμάτησαν. «Αυτό ήταν ακόμη χειρότερο», προσδιόρισε ο Σέργκο Μικογιάν. «Ημασταν πραγματικά τρομαγμένοι. Ο ανακριτής μου έδειξε την «ομολογία» μου, στην οποία αναφερόταν ότι συμμετείχα σε μια οργάνωση με στόχο την πτώση της κυβέρνησης». Ο Βλαντζιμίρσκι ξεκαθάρισε στον Σέργκο ότι αν δεν υπέγραφε δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά την οικογένειά του. Εκείνος όμως αρνιόταν. Ωσπου άκουσε μια γνώριμη φωνή. Τον οδήγησαν στο διπλανό δωμάτιο και έπειτα από 6 μήνες στη φυλακής ο Σέργκο Μικογιάν έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας του. Επειτα από λίγο στο δωμάτιο έφτασε και ο Βάνο Μικογιάν, ο οποίος αγνοούσε την ύπαρξη του αδελφού του. Η μητέρα ενημέρωσε τα παιδιά πως ο πατέρας τους είχε φροντίσει για την αποφυλάκισή τους. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να υπογράψουν τις ομολογίες τους.

Τα παιδιά αποφυλακίστηκαν, αλλά ο Στάλιν δεν ήταν ικανοποιημένος καθώς ήταν πεπεισμένος για την ενοχή τους. Τελικά εξορίστηκαν και τα είκοσι έξι για ένα χρόνο στο Σταλιναμπάντ (Ντουσανμπέ σήμερα, πρωτεύουσα του Τατζικιστάν) στην Κεντρική Ασία. Πριν αναχωρήσουν ο Αναστάς Μικογιάν ζήτησε από τους δύο γιους του να γράψουν ένα γράμμα στον Στάλιν για να του εκφράσουν την αφοσίωσή τους και να απολογηθούν για τα λάθη τους. Ο Στάλιν δεν αναφέρθηκε άλλη φορά στην υπόθεση μέχρι το 1949, όταν ρώτησε τον Αναστάς Μικογιάν: «Και τι κάνουν εκείνοι οι γιοι σου που είχαν καταδικαστεί;». Ατάραχος ο Μικογιάν περιορίστηκε να απαντήσει πως σπουδάζουν στα καλύτερα πανεπιστήμια. Ο Γιόζεφ Στάλιν πέθανε το 1953. Ο Αναστάς Μικογιάν, 25 χρόνια αργότερα, το 1978, έχοντας μετατραπεί σε θρυλικό επιζήσαντα της σοβιετικής πολιτικής.