«Υπάρχει χώρος για όλους στη λογοτεχνία. Και για τα εμπορικά βιβλία. Δεν είναι πάντοτε «σκουπίδια», δεν είναι πάντοτε άχρηστα». Η 67χρονη Αλκυόνη Παπαδάκη δεν αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι στους «ποιοτικούς συγγραφείς», που αντιμάχονται τα στερεότυπα και τον κοινωνικό κομφορμισμό. Η σοβαρή κριτική πρόσεξε μονάχα το πρώτο, νεανικό μυθιστόρημά της, το αυτοβιογραφικό «Κόκκινο σπίτι», για το οποίο είχαν γράψει ο Τάσος Βουρνάς αλλά και η συντηρητική «Καθημερινή». Το είχε εκδώσει στα είκοσί της με δικά της έξοδα στα μέσα του ’60, και της άνοιξε την πόρτα να δουλέψει για μια τριετία ως μαχόμενη δημοσιογράφος. Επειτα από αυτό, καμιά μεγάλη υπογραφή δεν ασχολήθηκε με τα δεκατέσσερα μυθιστορήματα που έγραψε από τα τέλη του ’80 μέχρι σήμερα, σαρώνοντας στις πωλήσεις πολύ πριν εμφανιστούν στην αγορά η Μάρα Μεϊμαρίδη ή η Λένα Μαντά. Η Παπαδάκη γράφει ψυχολογικά μυθιστορήματα και διαφέρει ως συγγραφέας (και το ξέρει) τόσο από τις ιέρειες της λεγόμενης ροζ λογοτεχνίας όσο και από τις ψαγμένες συμπατριώτισσές της, τις Κρητικές Γαλανάκη, Γιαννακάκη, Δούκα, Καρυστιάνη και γενικώς από τους εκπροσώπους της «απαιτητικής λογοτεχνίας» που καλλιεργούν τον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό. «Η επίσημη ελληνική γραμματεία με έχει ολίγον τι χεσμένη», λέει χωρίς ντροπή. «Κάποτε αυτό με πίκραινε, αλλά το έχω ξεπεράσει πια. Μπορεί να μην έχω τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, έχω όμως κερδίσει τον έπαινο του Κοινού και αυτό μου δίνει δύναμη». Πράγματι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα μυθιστορήματά της – όλα από τις εκδόσεις Καλέντης – δεν πουλάνε ποτέ λιγότερο από 80.000 αντίτυπα με κορυφαίο το «Στο χρώμα του φεγγαριού» που από το 1995 έχει φτάσει τα 350.000 αντίτυπα και έχει γίνει σίριαλ στον Ant1 όπως έγινε σίριαλ (στο Star) και το «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα».

Το όπλο της Αλκυόνης Παπαδάκη είναι ο άκρατος λυρισμός, που μπορεί ως στυλ να είναι ντεμοντέ, περνάει όμως σε ένα πλήθος αναγνωστών, οι οποίοι αναζητούν στα βιβλία της την παρηγοριά. Στα περισσότερα μυθιστορήματά της διακόπτει την πλοκή με «ιντερμέτζα» εσωτερικής αναζήτησης, όπου συνομιλεί λ.χ. ένα δένδρο με ένα αστέρι, ή όπου οι αγαπημένες της κάργιες συζητούν τα ανθρώπινα. «Εγώ δεν κάνω τον ψυχοθεραπευτή του αναγνώστη. Γίνομαι το φιλαράκι του», λέει. «Δεν πάω να τον αναλύσω ούτε να τον κρίνω, αλλά προσπαθώ να τον κάνω να αισθανθεί ότι είμαι κοντά του στο λάθος του, στην τρέλα του, στην υπέρβαση, στην απόγνωση ή στη χαρά του». Η μεγάλη διαφορά της από τους περισσότερους έλληνες συγγραφείς της εμπορικής λογοτεχνίας είναι ότι τα μυθιστορήματά της δεν κλείνουν με «χάπι εντ». Κλείνουν όμως «με μια ελπίδα, μια φωτεινή αχτίδα για τη ζωή που συνεχίζεται». Στο πρόσφατο «Τι σου είναι η αγάπη τελικά» αφηγείται την ιστορία των δίδυμων κοριτσιών, που είναι δεμένα με εσωτερική επαφή και μεγαλώνουν μαζί σε ένα ίδρυμα, μέχρι που τις υιοθετούν δυο τελείως διαφορετικές οικογένειες. Θα περίμενε κανείς να διαμορφώσουν από εκεί και πέρα καινούργιους, ανεξάρτητους χαρακτήρες. Ωστόσο όταν ύστερα από πολλές περιπέτειες ξαναβρίσκονται, αποδεικνύεται ότι η παλιά σχέση τους δεν έχει σβήσει. «Δεν πιστεύω στον δεσμό του αίματος», διευκρινίζει η συγγραφέας. «Πιστεύω στην ανάγκη του ανθρώπου να έχει κάποιον πλάι του».

Η προσωπική της ιστορία είναι τραγική και αισιόδοξη, όπως τα μυθιστορήματά της. Κόρη δασκάλου με παράσημο από τον πόλεμο της Αλβανίας, γεννήθηκε σε ένα αστικό σπίτι στο Νιο Χωριό κοντά στα Χανιά και ήταν μόλις πέντε χρονών όταν η ζωή της αναποδογύρισε. Ο πατέρας, η μάνα, η γιαγιά και ο παππούς της οδηγήθηκαν στη φυλακή προκειμένου να εκβιαστεί ο άλλος αδελφός της μητέρας της, ονομαστός αντάρτης τον οποίο είχαν επικηρύξει οι εθνικόφρονες, ώσπου κάποιος τον κατέδωσε (ο απόηχος υπάρχει στο μυθιστόρημα «Η μπόρα»), τον εκτέλεσαν και περιέφεραν το κομμένο κεφάλι του. Τότε αποφυλακίστηκε η οικογένειά της, αλλά η μάνα της αρρώστησε από το ψυχολογικό σοκ και ο παππούς της πέθανε από τη στενοχώρια του. Η μικρή Αλκυόνη μεγάλωσε με τη δυναμική γιαγιά της, μιλώντας για συντροφιά στα δένδρα και τις κάργιες και λαχταρώντας να φύγει από το μαυροντυμένο σπίτι της, όπου μπαινόβγαιναν οι γιατροί. Γι’ αυτό και στο γυμνάσιο πήγε εσωτερική στη γαλλική σχολή Saint Joseph των Χανίων και έπειτα έφυγε στην Αθήνα, δήθεν για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Ετσι, κατάφερε να αυτονομηθεί και να κάνει απανωτές προσωπικές επαναστάσεις. Παρακολούθησε δημοσιογραφικά μαθήματα στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, ενώ παράλληλα έγραφε το «Κόκκινο σπίτι», και έστειλε επιστολή ζητώντας δουλειά στον Χρήστο Λαμπράκη. Ετσι βρέθηκε μαθητευόμενη του Νίκου Κακαουνάκη στα «ΝΕΑ» και έπειτα, με πρόσκληση του Βουρνά, στην «Αυγή». Εκεί άρχισε να κάνει ελεύθερο ρεπορτάζ, ενώ διαμόρφωνε αριστερή συνείδηση και παράλληλα συζούσε με έναν δημοσιογράφο, τον οποίο ακολούθησε στο Παρίσι εξαιτίας της χούντας και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα της πήραν το διαβατήριο επειδή είχε φάκελο. Στις αρχές του ’70 συνάντησε τον σημερινό σύντροφό της, παντρεύτηκε, αφοσιώθηκε στο σπιτικό και στον γιο της, χώρισε, τα ξαναβρήκαν, απέκτησε εγγονάκι. Στο μεταξύ όμως κόλλησε με τη λογοτεχνία, «γιατί η οικογενειακή ζωή δεν μου έφτανε». Κι έτσι από τα 45 της, κάθε δεύτερο χρόνο εκδίδει από ένα μυθιστόρημα. Ολα γραμμένα στο χέρι, με ένα μαρκαδοράκι σε κόλλες αναφοράς!

«Βαρκάρισσα της χίμαιρας», «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή», «Στο ακρογιάλι της ουτοπίας» … Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων της είναι καμιά φορά γλυκανάλατα ρομαντικοί, αλλά η ματιά της φιλοδοξεί να είναι ρεαλιστική όσον αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις. «Δεν πιστεύω στην έμπνευση», εξηγεί. «Δεν είναι κάτι που «έρχεται», αλλά κάτι που είτε υπάρχει μέσα σου είτε δεν υπάρχει. Εμπνευση σημαίνει για μένα να περπατάς στον δρόμο και το μυαλό σου να δουλεύει σαν κάμερα. Αυτό κάνω εγώ. Παρακολουθώ τους ανθρώπους πώς αντιδρούν στα γεγονότα της ζωής και ψάχνω τι υπάρχει από πίσω, στα σκοτεινά. Ποιο είναι το σχήμα που παίρνει η ψυχή τους».

Σήμερα η Αλκυόνη Παπαδάκη ζει στη Σαλαμίνα, σε ένα σπίτι με κήπο που απέκτησε χάρη στην τηλεοπτική διασκευή των βιβλίων της. «Ξυπνάω στα Σελήνια», λέει, «και βλέπω κάθε μέρα 150 ανθρώπους που δεν είναι ζητιάνοι, να περιμένουν φαΐ από τον ναύσταθμο. Νιώθω θυμό, διότι μας έβαλαν στη φάκα ενός λάιφ στάιλ και τώρα θέλουν να έχουμε ενοχές. Ομως δεν είμαστε Γερμανοί. Ούτε θα γίνουμε. Θα βρούμε άλλους τρόπους να ξεπεράσουμε την κρίση!».

ΕΙΠΕ

Με ενδιαφέρει να αποκαλύπτω τι κρύβεται στις σχέσεις των ανθρώπων πίσω από την καρτ-ποστάλ

ΕΙΠΑΝ γι’ αυτην

Δεν με μαγεύει τόσο η θεματολογία της που αφορά συνήθως καθημερινά προβλήματα και σκέψεις που δεν τολμάμε να εκφράσουμε, όσο με μαγεύει η βαθύτητα του λόγου της

Πασχαλία Τραυλού