Η Μάργκαρετ Ατγουντ μιλάει για τα συγγραφικά ρίσκα, τη φεμινιστική λογοτεχνία αλλά και για τα τέρατα που συσσωρεύουν πλούτο και δεν αφήνουν κανέναν να πλησιάσει.

Ενα από τα πράγματα που έχει ενδιαφέρον να ρωτήσεις μια συγγραφέα με έφεση στις περιβαλλοντικές δυστοπίες και την επιστημονική φαντασία, ενώ βρίσκεται σε μια χώρα που το πράσινό της απειλείται από πολυπόθητες επενδύσεις και η τεχνολογική καινοτομία προσδοκάται μάταια σαν ο μεσσίας της ανάπτυξής της, είναι αν σε όλα αυτά διακρίνει κινδύνους, λογοτεχνικές ιδέες ή και τα δύο. Καθισμένη στο καφέ του ξενοδοχείου της, προσκεκλημένη των εκδόσεων Ψυχογιός, της καναδικής πρεσβείας και του Megaron Plus, με άσπρα, κατσαρά μαλλιά και πονηρούτσικο βλέμμα, σαν αξιωματούχος του κράτους των ξωτικών που επισκέπτεται ινκόγκνιτο την Αθήνα, η Μάργκαρετ Ατγουντ απαντά κατ’ αρχάς διστακτικά.

Ακουσε μεν έναν ευχαριστημένο από τον τουρισμό ταξιτζή, οι συνέπειες της κρίσης όμως κατανέμονται ανισομερώς. Θυμίζει επίσης ότι όλη η Δύση έχει πρόβλημα. Και κάπου εκεί, λέει γελαστή, πράγματα όπως ότι «τέτοια ζητήματα μπορούμε να τα καταλάβουμε μελετώντας τους δράκους». Τους δράκους; «Ναι, τους δράκους. Συσσωρεύουν όλο το χρυσάφι, κάθονται πάνω του και δεν αφήνουν άλλους να πλησιάσουν. Ετσι και στη ζωή. Η Γαλλική Επανάσταση έγινε περίπου γιατί υπήρχαν πολλοί «δράκοι». Και βλέπουμε πόσοι κάθονται σήμερα πάνω στον πλούτο. Γι’ αυτό είναι ενδιαφέροντα τα έργα όπως «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών» ή το «Χόμπιτ». Γιατί έχουν δράκους».

Κάπως ανησυχητική ανάγνωση. Οχι γιατί υπονοεί το ενδεχόμενο να δούμε φτερωτά τέρατα πάνω από την Ελλάδα, αλλά γιατί αν σκεφτούμε ότι η διεισδυτική ματιά της 74χρονης, πολυγραφότατης Καναδής παρήγαγε τα τελευταία χρόνια μια επικίνδυνα επίκαιρη, φουτουριστική τριλογία με τίτλους όπως «Ορυξ και Κρέικ», «Η χρονιά της πλημμύρας» και φυσικά το πρόσφατο «Το τέλος του κόσμου», το μέλλον φαντάζει πιο αβέβαιο. Χοντρικά μιλώντας, η τριλογία τοποθετείται στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, όπου μια ομάδα βιοτρομοκρατών επιτίθεται στις πολυεθνικές που έχουν αντικαταστήσει τις κυβερνήσεις –ώστε οι άνθρωποι να υποδουλωθούν –και απελευθερώνει έναν ιό που υγροποιεί τα σώματα. Υπάρχουν χοίροι με ανθρώπινα όργανα, αλλά και γενετικά μεταλλαγμένα είδη, κατασκευασμένες πανδημίες, αυτοαναπτυσσόμενο κρέας. «Επιτεύγματα» άγνωστα σε πολλούς όταν το «Ορυξ και Κρέικ» κυκλοφορούσε το 2003, αλλά σχεδόν αναμενόμενα όταν βγήκε «Το τέλος του κόσμου». Δηλαδή πέρυσι.

Μήπως για εκείνη το μέλλον είναι γραμμένο, είναι βιοτεχνολογικό και η συγγραφική της διαίσθηση το προέβλεψε; «Το μέλλον είναι ανοιχτό» λέει η Ατγουντ. «Ο χρόνος τελικά έχει μια κατεύθυνση, παρόλο που οι φυσικοί πίστευαν ότι τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα. Είναι καλή εξέλιξη, σημαίνει ότι οι αποφάσεις μας μετράνε» τονίζει. Εκείνη, παρατηρώντας απλώς την τεχνολογία και τα επιστημονικά πειράματα, κατάφερε να διακρίνει κάτι που ερχόταν. Το «Ορυξ και Κρέικ» πολλοί νόμιζαν ότι ήταν καθαρό προϊόν της φαντασίας της, επρόκειτο όμως για πράγματα που μελετούνταν τότε. Πλέον δημιουργούνται ιοί. Δημιουργούνται όμως και νεφρά –καλό νέο για ανθρώπους με ελαττωματικά. «Και όσο για τα βιολογικά όπλα», λέει κάτω από μια λεπτή κρούστα σαρκασμού, «δεν είναι εντελώς καινούργια. Αιώνες πριν, υπήρχαν βόμβες με σκορπιούς, μικρά βαζάκια γεμάτα από τέτοιους, που τα έριχνες στους εχθρούς σου ενώ σκαρφάλωναν στο κάστρο σου».

Εκτός από τους καλοκάγαθους, πρασινομάτηδες Κρεϊκανθρώπους, τους χριστιανοοικολόγους Κηπουρούς του Θεού, τους ιδιοφυείς βιοεπιστήμονες Φρικόπλαστους και τους μοχθηρούς Πονοσφαιριστές, στη σκοτεινή καρδιά της τριλογίας του «Τέλους του κόσμου» της Μάργκαρετ Ατγουντ βρίσκονται και οι κακοποιημένες γυναίκες. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά –στη «Φαγώσιμη γυναίκα» μάλιστα η βασανισμένη ηρωίδα σχεδόν ταυτιζόταν με τα κακοποιημένα ζώα. Φαίνεται τελικά λες και η συγγραφέας, λάτρης του σπουδαίου ομοτέχνου της Γουίλιαμ Γκίμπσον, μεταγράφει τον αγαπημένο της αφορισμό του για το μέλλον το οποίο «είναι ήδη εδώ αλλά ανισομερώς κατανεμημένο» και τον χρησιμοποιεί για να υποδείξει τους πιο ευάλωτους κατοίκους του σύγχρονου κόσμου.

Είναι όντως έτσι; Πιο σίγουρο της φαίνεται ότι σε κάθε περίοδο κοινωνικής κατάρρευσης οι γυναίκες στοχοποιούνται σεξουαλικά. Ενδιαφέρουσα εξέλιξη βρίσκει ότι πλέον και άνδρες συγγραφείς αναδεικνύουν «γυναικεία» ζητήματα. Το «Κορίτσι με το τατουάζ» του Στιγκ Λάρσον βασίστηκε στις έρευνές του για το trafficking. Το «Ρόουζ Μάντερ» του Στίβεν Κινγκ καταπιάνεται με την ενδοοικογενειακή βία, ενώ συγγραφείς όπως ο Τσακ Γουέντιγκ είναι μαχητικοί φεμινιστές. Και αρκετοί ακόμα, τόσοι που το ενδιαφέρον της για όλα αυτά μοιάζει να χρονολογείται στις πρώτες εμπειρίες της ως ανερχόμενης συγγραφέως. Σε μια χώρα με όχι ακριβώς κολοσσιαία λογοτεχνική παραγωγή.

«Ο Καναδάς πάντως ήταν πλεονέκτημα» λέει η Ατγουντ χαμογελώντας νοσταλγικά και εξηγεί ότι οι συμπατριώτες της συγγραφείς ήταν τόσο λίγοι στις πρώτες πεζογραφικές αλλά και ποιητικές απόπειρές της, ώστε κανείς δεν αποθάρρυνε μια γυναίκα από το… σπορ. Η προοδευτική οικογένειά της, ο εντομολόγος πατέρας και η διατροφολόγος μητέρα της, έπαιξαν επίσης ρόλο και στο κάτω κάτω, «αυτό που δεν μπορούσα να κάνω, ήταν να επικαλούμαι το γεγονός ότι ήμουν κορίτσι για να μην κόψω ξύλα ή να μην ψαρέψω στη λίμνη». Καθόλου παράξενο επομένως που ενώ οι κοπέλες σε άλλα μέρη έπαιρναν ως δώρο ένα σκουλαρίκι, εκείνη στα δεκατρία της κρατούσε στα χέρια της ένα μαχαίρι για να ξεκοιλιάζει ψάρια. Ωστόσο ο φεμινισμός επηρέασε αρκούντως τη δουλειά της, με αποκορύφωμα ίσως την «Ιστορία της πορφυρής δούλης».

Το ζητούμενο ωστόσο σε ένα λεγόμενο φεμινιστικό έργο, που και το βραβείο επιστημονικής φαντασίας Arthur C. Clarke κέρδισε και στον κινηματογράφο μεταφέρθηκε, δεν είναι μόνο το ευνόητο κίνητρο αλλά και το ενδεχόμενο αποτύπωμά του. «Τότε είχε φανεί παρατραβηγμένο, όταν όμως κατόπιν οι Ρεπουμπλικανοί των ΗΠΑ άρχισαν να λένε τι χοντράδες σκέφτονται στ’ αλήθεια, ότι αν μια γυναίκα βιαστεί, το σώμα της από μόνο του θα αποφασίσει να μη μείνει έγκυος, το βιβλίο άρχισε να συζητιέται ακόμα περισσότερο» θυμάται η Ατγουντ. «Πολλές νέες, μόνες γυναίκες θα αποφάσιζαν στο εξής να μην τους ψηφίζουν, γιατί για εκείνες θα ήταν κακό μαντάτο. Τα βιβλία από μόνα τους δεν καθορίζουν τα πράγματα. Γίνονται όμως μάρτυρες του πνεύματος της εποχής».

Με παρόμοιο τρόπο σφυρηλατήθηκαν και τα περιβαλλοντικά ενδιαφέροντά της. Μέχρι να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο ή στο Χάρβαρντ, μέχρι να εκδώσει την ποιητική συλλογή «Double Persephone» το 1961 και το 1969 τη «Φαγώσιμη γυναίκα», η Ατγουντ λόγω της δουλειάς του πατέρα της περνούσε τον μισό χρόνο σε μια απομονωμένη καλύβα στα δάση του Βόρειου Κεμπέκ. Χωρίς ηλεκτρισμό και με πολλά μαμούνια. Εκεί έμαθε τι συμβαίνει αν σε ένα οικοσύστημα εισαγάγεις ένα είδος το οποίο δεν κυνηγιέται από κανένα άλλο. Ετσι κατάλαβε αργότερα ότι το να αφανίζεις καρχαρίες ή θαλάσσιες χελώνες θα σημαίνει τελικά λιγότερα ψάρια για εσένα τον ίδιο.

Ολα αυτά ωστόσο δεν την έκαναν εχθρική απέναντι στην πανταχού παρούσα ψηφιακή τεχνολογία. Ακόμα και αν στη «Χρονιά της πλημμύρας» ακούγεται για αυτήν ότι «αν μπορείς να τη δεις, μπορεί να σε δει και εκείνη». «Η τεχνολογία μπορεί να είναι καλή, κακή ή αναπάντεχη» απαντά η καναδή στην ερώτηση για την εμμονή μας με τις κάθε είδους οθόνες. «Ακόμα και στη γλώσσα συμβαίνει αυτό, τη μεγαλύτερη «εφεύρεσή» μας. Συνήθως πρόκειται για χρήσιμα ψηφιακά εργαλεία επικοινωνίας. Μια πλευρά τους είναι χρήσιμη για τη δημοκρατία. Απλώς υπάρχει και μια άλλη», συμπληρώνει η συγγραφέας που συμβουλεύτηκε μέχρι και χάκερ για το «Τέλος του κόσμου», «η οποία αυξάνει τις πιθανότητες παρακολούθησης».

Το ερώτημα αν για κάτι τέτοια μπορεί να μας προειδοποιήσουν η επιστημονική φαντασία, η μυθοπλασία της εναλλακτικής πραγματικότητας ή όποιο άλλο σχετικό είδος, παραβλέπει το γεγονός ότι παρόμοιες τάσεις εντοπίζονται σχεδόν σε όλη τη λογοτεχνία. Τα σαιξπηρικά έργα, οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, η γαλλική όπερα του 18ου αιώνα είναι λογοτεχνικά πεδία από τα οποία προφανώς και δεν απουσιάζουν τα εντόνως φανταστικά στοιχεία. «Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει ένα φυτό που μιλάει» παρατηρεί χαμογελαστά και εννοεί την «καιόμενη βάτο». Ενσωματώνοντας μάλιστα στην ίδια τη δημιουργική της διαδικασία μια sci-fi πινελιά, η Ατγουντ συμμετέχει εδώ και λίγο καιρό στο πρότζεκτ Future Library: γράφει ένα βιβλίο που θα διαβαστεί ύστερα από εκατό χρόνια.

Δεν είναι ματαιόδοξο να πιστεύει ότι θα είναι σχετικό έπειτα από τόσο καιρό; «Μα η συγγραφή γενικά είναι και λίγο τζόγος» αποκρίνεται και απαριθμεί περιπτώσεις δημιουργών, που μόνο έπειτα από αιώνες αναγνωρίστηκαν. Χώρια που αγνοούμε αν μέχρι τότε θα είναι σημαντικό το βιβλίο ως αντικείμενο, ως κείμενο ή ως νόημα, αν οι άνθρωποι θα θέλουν ή θα μπορούν να διαβάσουν. «Οπως και να ‘χει, το παρελθόν μάς ενδιαφέρει πάντα» υπογραμμίζει, «γι’ αυτό και εσείς ασχολείστε τώρα με έναν αρχαίο τάφο. Αναρωτιέστε ποιος είναι θαμμένος εκεί και σκάβετε γρήγορα για να μάθετε».

Για το συγγραφικό της μέλλον, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται αν της επιφυλάσσει ακόμα ένα βραβείο, διαθέτει άλλωστε αναρίθμητα. «Η ενθάρρυνση με τα βραβεία είναι σημαντικότερη για τους νέους» λέει και επειδή ξέρει ότι υπάρχουν και μερικά που δεν έρχονται όταν πρέπει, καμιά φορά, για πλάκα, τους συμβουλεύει να προσαρμόσουν στο εξώφυλλο ενός βιβλίου τους κάποια διάκριση και να δουν τι θα γίνει. Ποιες άλλες παραινέσεις κάνει; «»Κρατήστε τη γραμμή άθικτη» που λέει και ο «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ», απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη. «Αυτό και το «γυρίστε καβάλα στ’ άλογο». Ακόμα και αν το άλογο είναι φτερωτό».