Ο Χάρης Βλαβιανός που μαζί με τον Γιάννη Δούκα μετέφρασε 49 ερωτικά ποιήματα του αμερικανού μοντερνιστή, μιλάει για τους κόπους της μετάφρασης και την ερωτική λογοτεχνία

Υπάρχει μια σκηνή στο «Η Χάνα και οι αδελφές της» του Γούντι Αλεν, όπου ο Μάικλ Κέιν σκηνοθετεί μια συνάντηση με την Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, με απώτερο φυσικά σκοπό να τη σαγηνεύσει. Την πετυχαίνει έκπληκτος δήθεν σε μια γειτονιά που, ω του θαύματος, διαθέτει και ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο την παρασύρει. Δεν απλώνει χέρι πάνω της, της χαρίζει όμως μια συλλογή με ποιήματα του e.e. cummings (το όνομα με πεζά, όπως ενίοτε προτιμούσε και ο ίδιος) και όταν τελικά αποχαιρετιούνται, την παραπέμπει στη σελίδα 112. Εκεί βρίσκεται ένα ποίημα που η Χέρσεϊ διαβάζει αργότερα γοητευμένη, ειδικά όταν φτάνει στους τελευταίους στίχους: «(δεν ξέρω τι είναι αυτό σ’ εσένα που κλείνει και ανοίγει / μόνο κάτι μέσα μου καταλαβαίνει ότι η φωνή των ματιών σου είναι βαθύτερη απ’ όλα τα τριαντάφυλλα) / κανείς, ούτε και η βροχή ακόμη δεν έχει τόσο μικρά χέρια».

Η απόδοση είναι του Χάρη Βλαβιανού, ο οποίος τόσο μεγάλη αγάπη έχει στον αμερικανό μοντερνιστή, που καταπιάστηκε πάλι με το έργο του. Στη συλλογή «Λοιπόν ας φιληθούμε / Ερωτικά ποιήματα» (εκδ. Πατάκη) δεν εργάστηκε μόνος αλλά με τον ομότεχνό του Γιάννη Δούκα, σε μια μεταφραστική συνεργασία που έχει τις δικές της απαιτήσεις. Χώρισαν ας πούμε τα ποιήματα, διαλέγοντας όποια είναι εγγύτερα στην ιδιοσυγκρασία τους. Επειτα τα ξαναδούλεψαν όλα, φέρνοντας ο καθένας τη δική του ευαισθησία. Οσο για το αποτέλεσμα, «καλύτερος συνήγορος είναι η ίδια η δίγλωσση έκδοση, που προσφέρει τα αυθεντικά» λέει ο Βλαβιανός. Γνωρίζοντας πάντως καλά ότι ο δημιουργός τους είναι, επιεικώς, δύσκολος.

Γιατί, ο έρωτας δύσκολος δεν είναι, ακόμα και όταν σου ζητά να διαλέξεις τις καταλληλότερες λέξεις για χάρη του; Ναι, αλλά εδώ πρόκειται για άλλου είδους μάχη. «Μια μετάφραση δεν δημιουργεί ένα ίδιο, αλλά ένα ανάλογο ποίημα» λέει ο ένας εκ των υπηρετών της, τονίζοντας ότι αν βρεις ένα καλούπι στη γλώσσα σου που να χωράει το αντίστοιχο ξένο, η ικανοποίηση είναι μεγάλη. Στην περίπτωση του e.e. cummings και των αντισυμβατικών επιλογών του στη στίξη ή στη σύνταξη, το πράγμα γίνεται πλέον δύσκολο όταν πρέπει να τον μεταφράσεις στα ελληνικά, με τον τόσο δικό τους ήχο.

Και καλά όταν ο αμερικανός μπλέκει τις λέξεις σαν μαλλιά, «ώστε να τις ξεμπλέξεις και να αντιληφθείς το βάρος τους» ή τις τοποθετεί εκεί που θα ακούγονταν και εν μέσω μιας συνουσίας. Τι γίνεται όμως με ένα ποίημα γεμάτο εσωτερικές ομοιοκαταληξίες και ηχητικά παιχνίδια; «(cccome?said he / ummm said she) / you’re divine!said he / (you are Mine said she)» λέει κάπου ο ποιητής και ο μεταφραστής αποδίδει ως εξής: «(χχχύνω είπε αυτός / σβήνω είπε αυτή) / χάνω τον κόσμο!είπε αυτός / (είσαι δικός Μου είπε αυτή)». «Αν το ποίημα μεταφραζόταν κατά λέξη» σημειώνεται στο τέλος της σελίδας, «θα έχανε εντελώς τη δραστικότητά του και τον παιγνιώδη τόνο του».

Τυπικά μοντερνιστικά τερτίπια θα έλεγε κάποιος, αλλά ο Βλαβιανός θα του απαντούσε ότι το σπάσιμο ή η δημιουργία λέξεων, ο «διασκελισμός» τους, είναι αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπό μας από τον Πάουντ ή τον Ελιοτ. Οσο επίσης μοντερνιστική κι αν είναι η αρχιτεκτονική του, θεματικά ενδιαφέροντα όπως ο έρωτας, οτιδήποτε δεν είναι τεχνητό, η κριτική στον ορθολογισμό, είναι ρομαντικά. Παιδί αυτής της συνεύρεσης, θα έλεγε ένας άλλος, ίσως είναι και η ξεχωριστή οντότητα που αποκτούν τα στόματα, οι μηροί και άλλα μέλη του σώματος στην ποίηση του cummings -η οποία, παρεμπιπτόντως, αρχικά υποτιμήθηκε τόσο που πολύ αργότερα θα κυκλοφορούσε μια συλλογή με τίτλο «Οχι ευχαριστώ», παραθέτοντας τα ονόματα των δεκαεπτά εκδοτών που τον είχαν απορρίψει.

Εκτός από τα ακαδημαϊκά, πάντως, ενδιαφέρον έχει και το ερώτημα αν το έργο του, εκτεινόμενο από την άσεμνη μέχρι τη ρομαντική πλευρά του έρωτα (όπως και τα σκίτσα του που συνοδεύουν την έκδοση), είναι ικανό να διεγείρει τον αναγνώστη όπως ένα άγγιγμα ή ένας ψίθυρος. Αν ο Μάικλ Κέιν, ας πούμε, έπαιξε σωστά τα χαρτιά του στην ταινία. «Φυσικά και μπορεί να διεγείρει κάποιον» απαντά ο Βλαβιανός. «Συγχωρήστε με για τη λέξη, αλλά και να τον καυλώσει μπορεί» προϋποθέτοντας βέβαια άνθρωπο ευφάνταστο, που δημιουργεί τις εικόνες στο μυαλό του. Και ποια η θέση της σε εποχές που άλλου είδους αναστάτωση προκαλούν; «Μα όταν η καθημερινότητα είναι άνυδρη και σκληρή» απορεί σχεδόν ο μεταφραστής, «ο cummings μπορεί να του ξυπνήσει αισθήσεις που η εποχή έχει ναρκώσει».