Οι φανατικοί κινηματογραφόφιλοι έχουν μπει στο εξαιρετικώς αναγνωρίσιμο σύμπαν του Τζον Τσίβερ (1912-1982) με τη βοήθεια μιας ταινίας: έχουν κάποτε δει σε κρατικό κανάλι –και δεν έχουν ξεχάσει –το φιλμ «Ο κολυμβητής» (1968, σκηνοθεσία Φρανκ Πέρι), το οποίο γυρίστηκε με οδηγό το ομότιτλο διήγημα του αμερικανού συγγραφέα που είναι πλέον γνωστός με την προσωνυμία «Τσέχοφ των προαστίων». Στο φιλμ πρωταγωνιστεί ο Μπαρτ Λάνκαστερ· παίζει τον Νεντ Μέριλ, που ένα κυριακάτικο πρωί συνειδητοποιεί ότι οι πισίνες του προαστίου Σέιντι Χιλ σχηματίζουν ένα είδος ποταμού και αποφασίζει να κολυμπήσει σε όλες μέχρι να φτάσει στο σπίτι του. Στη διάρκεια αυτού του παράξενου ταξιδιού, ωστόσο, κάποια μισόλογα των γειτόνων ραγίζουν την άψογη βιτρίνα του Μέριλ και βγάζουν στην επιφάνεια τεκμήρια τραγικής παρακμής.

Οι λάτρεις των σύγχρονων τηλεοπτικών σειρών, από την άλλη μεριά, έχουν γνωρίσει το κλίμα και τη σκηνογραφία του Τζον Τσίβερ μέσα από το περίτεχνο σίριαλ του Μάθιου Γουάινερ «Mad Men». Συγκεκριμένα, τόσο στα διασημότερα πεζά του εμβληματικού συγγραφέα όσο και στα ρετρό σενάρια του Γουάινερ δεσπόζουν ευκατάστατοι άντρες με ρυθμισμένη ζωή, σαφή κοινωνική θέση και προτεσταντική ηθική. Τύποι που δουλεύουν στο Μανχάταν, μένουν στα γαλήνια προάστια της Νέας Υόρκης, χρησιμοποιούν τον σιδηρόδρομο σε καθημερινή βάση, τρέμουν κάθε βράδυ για το εργασιακό τους μέλλον. Φαρισαίοι που έχουν τρία παιδιά, βαριούνται τους γείτονές τους, ρουφούν αγρίως αλκοόλ, ερωτεύονται μόνο δροσερά κορίτσια, βατεύουν ιδιαιτέρες και ύστερα τις απολύουν.

Τώρα πάντως, τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του πολυβραβευμένου Τζον Τσίβερ, θα πάρουν έναν μεζέ και οι αναγνώστες μεταφρασμένης λογοτεχνίας, καθώς βγήκε στα ελληνικά ένα βιβλίο με εννιά αντιπροσωπευτικά διηγήματα του αμερικανού μάστορα της ηθογραφίας. Για την ακρίβεια, η συλλογή περιλαμβάνει τα πασίγνωστα στις ΗΠΑ πεζά «Καψουροτράγουδο» (1947), «Το τεράστιο ραδιόφωνο» (1947), «Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς» (1947), «Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων» (1948), «Ο εξοχικός σύζυγος» (1954), «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ» (1954), «Μονάχα πες μου ποιος ήταν» (1955), «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλ» (1958), «Ο κολυμβητής» (1964).

Η συλλογή είναι στημένη ώστε να αναδεικνύει δύο σημαντικές φάσεις στη ζωή και το έργο του Τσίβερ. Τα τέσσερα πρώτα διηγήματα εκτυλίσσονται λοιπόν στη Νέα Υόρκη, είναι υφολογικώς ακατέργαστα, έχουν κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, περιέχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία και μπορούν να αναγνωστούν ως μικρά μανιφέστα κατά της αλλοτρίωσης και του άγχους στις μεγαλουπόλεις. Στα δε επόμενα διηγήματα ο χώρος δράσης είναι το επινοημένο προάστιο Σέιντι Χιλ, το στυλ γραφής δείχνει περισσότερο δουλεμένο, η αγάπη για την τάξη και τους ανοιχτούς χώρους δεν κρύβεται, ο ρεαλισμός δεν αφήνει μεγάλο περιθώριο για λογοτεχνικές ελευθεριότητες, τα ξεσπάσματα της ανθρώπινης αδυναμίας παρουσιάζονται με διάθεση κατανόησης και δίχως όρεξη για άντληση συμπερασμάτων γενικής ισχύος. Σε όλα τα κομμάτια της συλλογής φαίνεται όμως η μανία του συγγραφέα με τα διλήμματα, τους δυϊσμούς, τα δίπολα. Ετσι, άλλοτε ο ήρωας παραδέρνει μεταξύ φωτός και σκότους, άλλοτε δεν θέλει να υποκύψει σε αναζωογονητικούς πειρασμούς, άλλοτε σκέφτεται ότι πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην αξιοπρέπεια του πνευματικού βίου και στην έκσταση των παράνομων ηδονών.

Γιατί ο Τσίβερ τοποθετούσε στους κεντρικούς ρόλους καταπιεσμένους άντρες με ψυχικές αγκυλώσεις; Σύμφωνα με τους συγγενείς και τους βιογράφους του, επειδή ο συγγραφέας τραβούσε μεγάλα ζόρια. Επειδή τα φτωχικά παιδικά και νεανικά του χρόνια τον έσπρωχναν σε οδυνηρούς συμβιβασμούς με εκδότες και άλλους εργοδότες. Επειδή δεν μπορούσε να αποδεχθεί την ομοφυλοφιλία του και παρίστανε στην κοινωνία τον ευτυχισμένο σύζυγο και πατέρα. Επειδή απωθούσε τις εσωτερικές αντιφάσεις του υπερκαταναλώνοντας οινοπνευματώδη. Ολοι οι αμερικανοί μεσοαστοί της ανθηρής περιόδου 1945-1965 ήταν πάντως πολύ ζορισμένοι. Κατοικούσαν σε υποθηκευμένες μονοκατοικίες, ένιωθαν όμηροι του κυκλοθυμικού αφεντικού και του κουτσομπόλη γείτονα, ξενυχτούσαν με τον φόβο της κομμουνιστικής διείσδυσης και του πυρηνικού ολέθρου, πίστευαν ότι θα εξορίζονταν από τον παράδεισο της ευμάρειας αν ολίσθαιναν στην παραμικρή απρέπεια.