Το ξέραμε βέβαια, αλλά το επιβεβαίωσε προχθές και η ομιλία του Πρωθυπουργού στην επί του προϋπολογισμού συζήτηση: έχουμε μπει πια στην τελευταία φάση του εκλογικού κύκλου. Την άτυπα, παρατεταμένα αλλά ακαταμάχητα προεκλογική. Οπου το κόμμα που κυβερνά μοιράζει δώρα και υποσχέσεις, τα κόμματα που αντιπολιτεύονται τοκίζουν το όποιο πολιτικό τους κεφάλαιο και οι υπόλοιποι παίζουμε, κάπως ανόρεχτα, το παιχνίδι των προγνωστικών. Το οποίο αυτή τη φορά είναι πολύ μεγαλύτερου απ’ ό,τι συνήθως βαθμού δυσκολίας.
Ας αρχίσουμε από το ημερολόγιο. Το Πάσχα του 2027 πέφτει στις 2 Μαΐου. Συνεπώς – κι αυτή είναι ίσως η μοναδική πρόβλεψη που μπορεί να κάνει κανείς με κάποια σιγουριά – ο μεθεπόμενος Απρίλιος είναι το απώτατο όριο για τον ορισμό των εκλογών. Μπορεί να γίνουν νωρίτερα ή και αρκετά νωρίτερα, αν ο Πρωθυπουργός το επιλέξει ή απρόβλεπτα γεγονότα τον υποχρεώσουν. Μα αν γίνουν αργότερα, διατρέχουμε τον κίνδυνο οι δεύτερες εκλογές, που όλοι προεξοφλούν ως αναπόφευκτες, να γίνουν ενώ η Ελλάδα θα έχει μπει στο εξάμηνο της ευρωπαϊκής της προεδρίας.
Πέραν του ημερολογίου, καμιά άλλη πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει. Δεν ξέρουμε πόσοι και ποιοι πολιτικοί σχηματισμοί θα διεκδικήσουν την ψήφο μας. Δεν ξέρουμε με ποιο μεταξύ τους συσχετισμό θα μπουν στην τελική ευθεία. Και οι δημοσκοπήσεις, που έχουν τη βελόνα τους κολλημένη εδώ και δώδεκα μήνες, δεν μας κάνουν σοφότερους. Η κυβέρνηση φθείρεται με επιταχυνόμενο ρυθμό, αλλά η αντιπολίτευση δεν κερδίζει εμπιστοσύνη.
Τα δύο πρώτα κόμματα των τελευταίων εκλογών εμφανίζονται να έχουν χάσει (δημοσκοπικά) σχεδόν τριάντα μονάδες. Μα κανένα από τα υπόλοιπα, με μικρή εξαίρεση την Πλεύση Ελευθερίας, δεν έχει εισπράξει κάτι από τις απώλειες αυτές. Η διαφορά ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα βρίσκεται (δημοσκοπικά πάντα) στις 15 μονάδες. Μα άλλη τόση είναι η απόσταση ανάμεσα στο πρώτο κόμμα και το όριο της αυτοδυναμίας. Και το πολιτικό σώμα (που δεν συμπίπτει υποχρεωτικά με το πραγματικό εκλογικό σώμα) μοιάζει κομμένο στα τρία. Ενα μέρος του κινείται από αισθήματα οργής και επιλέγει διαμαρτυρία. Ενα άλλο κινείται με καύσιμο το φόβο και ζητάει σταθερότητα. Κι ένα τρίτο, το μεγαλύτερο, κινείται σε μια ρευστή ζώνη μεταξύ απογοήτευσης, μειωμένων προσδοκιών, απάθειας ή παραίτησης.
Τι θα μπορούσε να συμβεί ώστε να ανατρέψει αυτήν την ασταθή ισορροπία και να βάλει ξανά την πολιτική σε κίνηση; Το ερώτημα πυροδοτεί σενάρια: Θα μπορούσε να συμβεί κάτι αναπάντεχο και απρόβλεπτο που να δίνει σχήμα στη διάχυτη δυσαρέσκεια και να την συνταιριάζει με τον ενδημικό θυμό – όπως, για παράδειγμα, φάνηκε προς στιγμήν με την ξαφνική επανενεργοποίηση του ρήγματος των Τεμπών, τον περασμένο Φεβρουάριο. Θα μπορούσε μια εξίσου απρόβλεπτη διεθνής εξέλιξη να ξυπνήσει ένα σύνδρομο «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία», που θα ευνοήσει την κυβέρνηση. Ή – το πιο πολυσυζητημένο από τα σενάρια – μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά ένας πολιτικός παίκτης, παλιός ή νέος, που θα ανακατέψει την τράπουλα και θα ταρακουνήσει τις ισορροπίες. Αλλά αυτό θα απαιτούσε κάτι περισσότερο από έναν επιπλέον επίδοξο εκφραστή και πολλαπλασιαστή της οργής. Θα απαιτούσε ένα πολιτικό σχήμα που θα κατάφερνε να υπερβεί τα σύνορα ανάμεσα στον φόβο, τον θυμό και την αποκαρδίωση, να προσθέσει στο μείγμα αυτό που λείπει – ελπίδα – και να δημιουργήσει μια νέα δυναμική.
Γιατί, λοιπόν, αυτό μοιάζει τόσο δύσκολο; Ισως γιατί αυτή η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην πολιτική αγορά που διαπιστώνουν οι δημοσκοπήσεις δεν είναι συγκυριακή, δεν την τρέφει μια παροδική ατέλεια του κομματικού ανταγωνισμού ή μια έλλειψη επικοινωνιακού χαρίσματος των ηγεσιών, που θα τη θεράπευε η εμφάνιση ενός νέου πολιτικού προϊόντος, καλύτερα συσκευασμένου και ελκυστικότερου, στις βιτρίνες. Εχει ρίζες βαθύτερες. Καθρεφτίζει τη λύση του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης και της διάλυση της κοινωνικής συμμαχίας που το στήριζε. Με τη γλώσσα των αριθμών:
Στις εκλογές του 2004 είχαν μετρηθεί 7.407.000 έγκυρα ψηφοδέλτια. Μια αισιόδοξη χώρα κατέγραφε, σε απόλυτα νούμερα, την υψηλότερη συμμετοχή σε εκλογές όλης της ιστορίας της. Πέντε χρόνια αργότερα, όμως, το 2009, όταν οι κάλπες έκλεισαν, οι ψηφοφόροι ήταν κατά μισό εκατομμύριο λιγότεροι. Τα έγκυρα ήταν 6.858.000. Ηταν ακόμη λιγότερα στις εκλογές του μεγάλου αναδασμού, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 (6.155.000). Τον Σεπτέμβριο του 2015 στις κάλπες έπεσαν 5.432.000 ψηφοδέλτια. Μέσα σε μια δεκαετία το ελληνικό εκλογικό σώμα είχε μειωθεί κατά δύο εκατομμύρια πολίτες.
Η μείωση αυτή είχε τότε αποδοθεί στην κρίση, στα μνημόνια, στη μεγάλη πίεση στα εισοδήματα. Μα στις πρώτες εκλογές μετά την έξοδο από τα μνημόνια, το 2019, η συμμετοχή ελάχιστα αυξήθηκε. Μειώθηκε ξανά το 2023 (5.215.000). Για να προσγειωθεί στο ιστορικό χαμηλό των 3.976.000 έγκυρων ψηφοδελτίων στις ευρωεκλογές του 2024. Από εκείνο το μεγάλο και αισιόδοξο εκλογικό σώμα του 2004 είχαν απομείνει μόνον οι μισοί. Μέσα σε μια εικοσαετία από το ευτυχισμένο 2004, τη χρονιά του ολυμπιακού θριάμβου, κι ενώ στο μεταξύ η μετάθεση προς τα κάτω του ορίου της πολιτικής ενηλικίωσης είχε ισοφαρίσει την όποια δημογραφική κάμψη, το εκλογικό σώμα είχε μειωθεί κατά σχεδόν 3,5 εκατομμύρια πολίτες.
Οι δημοσκοπήσεις δεν προβλέπουν βέβαια, και μάλιστα ένα χρόνο νωρίτερα, το ύψος της συμμετοχής στις εκλογές που έρχονται κάπου ανάμεσα στο ερχόμενο φθινόπωρο και τη μεθεπόμενη άνοιξη. Μα η ανάγνωσή τους δεν δικαιολογεί αισιοδοξία. Αυτή η αργή, σταθερή έκπτωση του ενδιαφέροντος για συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία δεν έχει ανακοπεί. Κι έτσι ίσως ο αποφασιστικότερος παράγοντας που θα κρίνει τις επόμενες εκλογές – μία, δύο ή όσες χρειαστούν – κινδυνεύει να είναι, απλώς, το ύψος και η σύνθεση της αποχής. Πιστεύει κανείς ότι ένα κόμμα μόνο του, όποιο κι αν είναι, ένας ηγέτης, με όσο χάρισμα κι αν είναι προικισμένος, μπορεί να ανακόψει αυτήν την τροχιά στη διάρκεια του εκλογικού χρόνου που έρχεται;







