Σε μια εποχή όπου η ανθρώπινη παρουσία έχει διαμορφώσει – και συχνά παραμορφώσει – κάθε γωνιά του φυσικού κόσμου, η τέχνη καλείται να αναμετρηθεί με δύσκολα ερωτήματα. Οχι για να δώσει απαντήσεις, αλλά για να ανοίξει ρωγμές στην κανονικότητα. Το COW | DEER, η πρωτοποριακή ακουστική παράσταση που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο σε συνεργασία με το Royal Court Theatre, επιχειρεί κάτι ριζοσπαστικό: να αφαιρέσει τον άνθρωπο από το κέντρο της αφήγησης και να δώσει χώρο σε δύο ζώα – μια αγελάδα και μια ελαφίνα.
Μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδα Ειρήνη Φαναριώτη για το πώς η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ενσυναίσθησης, χωρίς να ηθικολογεί, και για την ευθύνη που συνεπάγεται το να μιλάς για πλάσματα που δεν έχουν φωνή.
Στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, τα ζώα συχνά αντιμετωπίζονται ως «ιδιοκτησία». Μπορεί μια παράσταση να αλλάξει αυτή την αντίληψη;
«Θεωρώ πως ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη», λέει εξ αρχής. «Το θέατρο είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό μέσο ενσυναίσθησης και ευαισθητοποίησης, όμως από μόνο του δεν μπορεί να ανατρέψει αντιλήψεις αιώνων». Εκεί που μπορεί να συμβάλει, εξηγεί, είναι στο να εξαλειφθεί «και η παραμικρή αμφιβολία ότι είμαστε ένα με τα υπόλοιπα ζώα». Η επιβίωσή μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική τους, και η ανθρώπινη επιρροή πάνω τους – και κατ’ επέκταση πάνω μας – είναι συχνά καταστροφική.
«Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τις επιλογές του και με το πώς αυτές επηρεάζουν μια ολόκληρη αλυσίδα ζωής. Η παράσταση μπορεί να λειτουργήσει ως αφετηρία».
Πώς αποτυπώνεται ο πόνος ή ο φόβος των ζώων χωρίς ανθρωπομορφισμό;
Το κλειδί, σύμφωνα με τη Φαναριώτη, είναι η ακοή. «Χρησιμοποιούμε ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό που συνδέει δίποδα και τετράποδα ζώα: τις αισθήσεις. Για την αγελάδα και την ελαφίνα η ακοή αποτελεί πρωταρχικό μηχανισμό αντίληψης του κόσμου».
Οταν ένας ήχος – όπως ένας πυροβολισμός – συνδεθεί με πρότερη εμπειρία, μπορεί να γεννήσει φόβο. «Ετσι δημιουργείται μια κοινή εμπειρία: ο άνθρωπος βιώνει αυτό που βιώνει ένα ζώο».
Παράλληλα, ενεργοποιούνται ένστικτα ανεξάρτητα από τη γλώσσα ή τη λογική.
Η σκηνοθέτιδα είναι ξεκάθαρη: «Λαμβάνουμε ως αδιαπραγμάτευτο δεδομένο ότι τα ζώα υποφέρουν όπως κι εμείς. Αυτό δεν είναι θεωρία ή παραμύθι. Είναι μια υλική πραγματικότητα που η κοινωνία επιλέγει να αποσιωπά, γιατί η αναγνώρισή της θα ανέτρεπε μηχανισμούς παραγωγής και εξουσίας».
Πόσο δύσκολο είναι για έναν θεατή να δει τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις ενός άλλου είδους;
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αντικειμενική δυσκολία» απαντά. «Θα έπρεπε να είναι φυσικό. Αυτό που μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά είναι η εσωτερική αντίσταση κάποιου, αν θεωρεί την εμπειρία των ζώων κατώτερη ή λιγότερο σημαντική».
Μπορεί η τέχνη να κινητοποιήσει χωρίς να γίνει διδακτική;
«Ναι, εφόσον κάποιος είναι διατεθειμένος να ακούσει αυτή την πλευρά της ιστορίας». Το COW | DEER, επιμένει, αποφεύγει τον διδακτισμό ακριβώς επειδή δεν χρησιμοποιεί τον λόγο ως εργαλείο καθοδήγησης. «Η ανθρώπινη παρουσία επικοινωνείται μέσω του ήχου και των αισθήσεων, όχι μέσω επεξήγησης».
Ποια είναι η ευθύνη όταν αφηγείσαι ζωές που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους;
Η απάντηση είναι άμεση και προσωπική. «Η ευθύνη που αισθάνομαι είναι πολύ μεγάλη και διαρκώς παρούσα». Το να τοποθετεί στο επίκεντρο μια αγελάδα και μια ελαφίνα σημαίνει, όπως λέει, ότι τους δίνεται πραγματικός χώρος και βήμα. «Το ποια ιστορία θα ειπωθεί και πώς ήταν τεράστια ευθύνη. Δεν θα επέτρεπα ποτέ να ειπωθεί κάτι αφελές ή επιπόλαιο εκ μέρους τους. Μόνο κάτι ακριβές, ειλικρινές και απολύτως σαφές».







