Ανάσα για τη δημοκρατία αποτελούν οι δημόσιες συνεδρίες της δίκης για τις υποκλοπές. Διπλό το σκάνδαλο, όχι μόνο των παράνομων υποκλοπών και της παράλληλης χρήσης του predator, αλλά και αυτό της άθλιας μεθόδευσης και συγκάλυψής του. Είναι σαφές ότι το πλήγμα στο κράτος δικαίου είναι συντριπτικό και ότι υπήρξε πρωτοφανής επίσης ο διεθνής διασυρμός της χώρας.

Με εύλογη πολιτική ευαισθησία ο Αλ. Χαρίτσης εκ μέρους της Νέας Αριστεράς όπως και άλλες δυνάμεις και βουλευτές της δημοκρατικής αντιπολίτευσης επαναφέρουν το ζήτημα στη Βουλή. Θα κληθούν να εξεταστούν στην Επιτροπή Διαφάνειας μάρτυρες που προσκόμισαν νέα στοιχεία ή και αποκάλυψαν τη διαδικασία χειραγώγησής τους από βουλευτές της ΝΔ που ύστερα ανέλαβαν υπουργικούς θώκους; Θα υπάρξει έλεγχος δεοντολογίας;

Με βάση και τα νεότερα στοιχεία που προσκομίστηκαν δημόσια από την ερευνητική δημοσιογραφία μετά τη λήξη –τον Οκτώβριο του ’22 – της διαδικασίας στη Βουλή και όσα κατατίθενται πλέον στη δίκη, υποστηρίζω πως υπάρχει η δυνατότητα και η υποχρέωση για τη σύγκλιση νέας Εξεταστικής Επιτροπής. Πέραν της πιθανής απόδοσης πολιτικών ευθυνών είναι και ζήτημα τιμής και εγκυρότητας για τη Βουλή να επανατοποθετηθεί πάνω σε αυτό το κορυφαίο ζήτημα.

Αλλωστε τροφή για τη δημόσια συζήτηση έδωσαν προ ημερών και οι δημόσιες επισημάνσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών, Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά. Οι ίδιοι βεβαίως τότε ήταν εν ενεργεία βουλευτές της ΝΔ – το διάστημα 2019-2023 – και είχαν δικαίωμα και υποχρέωση για πρόσβαση και γνώση τόσο στα απόρρητα πρακτικά των πολύωρων συζητήσεων των Επιτροπών όσο και στο άθλιο, απόρρητο υποτίθεται επίσης, πόρισμα της ΝΔ που σφράγιζε τη συγκάλυψη και έγινε δεκτό από την πλειοψηφία στην Ολομέλεια.

Είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ακόμη και τώρα ότι δεν υπήρξε πολιτικό κέντρο, επιχειρησιακοί βραχίονες, γνώση και καθοδήγηση και ότι την ευθύνη έχουν κάποιοι επιχειρηματίες που εμπορεύονταν το παράνομο λογισμικό;

Υπήρξε κυριολεκτικά μια λεπτομερής, καθεστωτική οργάνωση πανστρατιάς για τη συγκάλυψη, με προφανή στόχο και την απόσειση των ευθυνών του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη. Δηλαδή του πολιτικού υπεύθυνου κατά νόμο όχι μόνο για τη λειτουργία της ΕΥΠ αλλά και για την αρμοδιότητα να δώσει άδεια, ώστε να σπάσει το κέλυφος συγκάλυψης από παράγοντες και υπηρεσίες που επικαλούνταν ανερυθρίαστα το «απόρρητο», το «ανεξέλεγκτο», το «ανεύθυνο» ενώπιον των αρμόδιων – κατά το Σύνταγμα – ελεγκτικών Αρχών και των κοινοβουλευτικών επιτροπών.

Εκ παραλλήλου ο ευτελισμός της δικαιοσύνης στο ανώτατο επίπεδο της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου υπήρξε προφανής με ενέργειες και παραλείψεις στα όρια της στοχοπροσήλωσης  για να μη λάμψει η αλήθεια, να μην αποδοθούν ευθύνες σε κρατικούς αξιωματούχους και πολιτικά πρόσωπα.

Το διάτρητο πόρισμα, που αυθαίρετα ακυρώνει τα πλήρως αποδεδειγμένα διασταυρούμενα στοιχεία που πιστοποιούν το ενιαίο και συντονισμένο κέντρο για την παρακολούθηση πολιτών, αποτελεί την πλέον σαφή μεθόδευση, ώστε να υποβαθμιστούν οι ποινικές ευθύνες και να περιοριστούν δειγματοληπτικά στον τομέα του «επιχειρείν»! Η αρχή έγινε με το εσπευσμένο και καθ’ υπαγόρευση πόρισμα της ΕΑΔ τον Αύγουστο του ’22.

Ακολούθησαν: οι έκτακτες νομοθετικές παρεμβάσεις της ΝΔ για την απαγόρευση ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ στα θύματα-ενδιαφερόμενους και την απαγόρευση ελέγχων προς την Αρχή όταν υπήρχε επίκληση αιτιολογίας για «εθνική ασφάλεια». Επίσης η μεθοδευμένη αλλαγή της σύνθεσης της ίδιας της Αρχής – ενόψει της κρίσιμης διασταύρωσης των στοιχείων – και βέβαια η καθολική άρνηση της ΕΥΠ προς την ΑΔΑΕ για την πρόσβαση στους φακέλους και την αιτιολογία των «νομότυπων» παρακολουθήσεων. Καθεστωτικές πρακτικές ευθείας υπονόμευσης της δημοκρατίας.

Πέραν όλων των παραπάνω μήπως είναι και καιρός να υπάρξει και η ελάχιστη ευαισθησία για να αποκαλυφθούν ποιοι έχουν και πώς χρησιμοποιούν τα υλικά των παρακολουθήσεων των δεκάδων συμπολιτών μας, ακόμη και κορυφαίων πολιτικών προσώπων, που πέραν του κ. Ανδρουλάκη, του κ. Σπίρτζη και της κ. Γεροβασίλη δυστυχώς αδιαφόρησαν και σιώπησαν για τη βάναυση προσβολή των δικαιωμάτων τους;

Ο Νίκος Βούτσης είναι πρώην πρόεδρος της Βουλής