«Οσοι τη γνωρίζουν καλά την περιγράφουν ως συνεσταλμένη και εσωστρεφή, αλλά με μεγάλη δύναμη και ικανότητα ενσυναίσθησης» γράφει η «Corriere della Sera» για τη Φεντερίκα Μογκερίνι. Ομως η πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Υπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας στην Επιτροπή Γιούνκερ (2014-2019) – η πρώτη Ιταλίδα που ηγήθηκε της ευρωπαϊκής διπλωματίας – βρίσκεται τώρα στα πρωτοσέλιδα για όλους τους λάθος λόγους…
Στο επίκεντρο νέου υπό έρευνα σκανδάλου διαφθοράς στην ΕΕ, επικαλούμενη την «απόλυτη αυστηρότητα και αμεροληψία με την οποία πάντα εκτελούσα τα καθήκοντά μου», αναγκάστηκε να παραιτηθεί την Πέμπτη από πρύτανης του Κολεγίου της Ευρώπης, έπειτα από πενταετή θητεία στο πόστο – η πρώτη γυναίκα που ηγήθηκε του διάσημου εκπαιδευτικού ιδρύματος μεταπτυχιακών σπουδών για την ελίτ της ΕΕ – καθώς και από διευθύντρια της Διπλωματικής Ακαδημίας της ΕΕ, από ιδρύσεώς της, το 2022.
Είχε προηγηθεί η σύλληψή της στο Βέλγιο (μαζί με άλλους δύο ιταλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ΕΕ) και η δεκάωρη ανάκρισή της, κατόπιν της οποίας αφέθηκε ελεύθερη υπό όρους, με βαριές κατηγορίες για διαφθορά, απάτη, σύγκρουση συμφερόντων και παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου. Απαγγέλθηκαν στο πλαίσιο έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) για φερόμενη κατάχρηση κοινοτικών κονδυλίων και παρατυπίες στην ανάθεση, από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (EEAS), στο Κολέγιο της Ευρώπης του προγράμματος κατάρτισης νέων διπλωματών.
Αγνωστων ακόμη προεκτάσεων, η υπόθεση έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς που ρίχνουν βαριά σκιά στη θεσμική εικόνα της ΕΕ, εν μέσω ανόδου της Αρκοδεξιάς και μιας γεωπολιτικά κρίσιμης συγκυρίας. Εκφράζοντας «απόλυτη εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα» και την πεποίθηση ότι «θα εξακριβωθεί η ορθότητα των ενεργειών του Κολεγίου», η Μογκερίνι δεσμεύτηκε για «πλήρη συνεργασία με τις Αρχές». Για την ίδια, οι εξελίξεις σηματοδοτούν απότομη προσγείωση έπειτα από μια μετεωρική ανέλιξη. Κατά τους επικριτές της, η καριέρα της χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι βρισκόνταν πάντα «στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή».
Γεννημένη στη Ρώμη το 1973, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο La Sapienza και με διατριβή για το πολιτικό Ισλάμ, που ολοκλήρωσε κατά τη διάρκεια σπουδών της στη Γαλλία ως φοιτήτρια Erasmus, η Φεντερίκα Μογκερίνι έκανε από νωρίς είσοδο στην πολιτική κονίστρα. Μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας της Ιταλίας από τα 15 της, έγινε μετέπειτα στέλεχος της νεολαίας των Δημοκρατών της Αριστεράς (DS) και στη συνέχεια του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος. Με εστίαση στις εξωτερικές σχέσεις, ανέπτυξε στενούς δεσμούς με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές και με τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ.
Εξι χρόνια αφότου εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής στην Ιταλία με το Δημοκρατικό Κόμμα, διορίστηκε το 2014 υπουργός Εξωτερικών – η νεότερη στο πόστο στην ιστορία της ιταλικής δημοκρατίας. Ούτε έξι μήνες μετά, προτάθηκε από τον ιταλό τότε πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι για μια από τις τέσσερις πιο ισχυρές θέσεις στην ΕΕ, ως επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Η κίνηση πυροδότησε δυσαρέσκεια στο κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα. Πολλοί θεώρησαν ότι η τότε 40χρονη πολιτικός δεν είχε την κατάλληλη εμπειρία για μια τόσο καίρια θέση. Και δη σε μια περίοδο κρίσης, με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν να έχει λίγους μήνες πριν προσαρτήσει την Κριμαία. Ακόμη και στους κόλπους της ΕΕ υπήρξαν αντιδράσεις. Τα κράτη της Βαλτικής και η Πολωνία έβλεπαν τη Μογκερίνι με μισό μάτι, ως πολύ επιεική απέναντι στη Μόσχα. Τελικά, σχολιάζει το Euractiv, «δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει την πολιτική της ΕΕ για τη Ρωσία και την Ουκρανία, παραγκωνίστηκε στη Συρία και στην ευρύτερη πολιτική για τη Μέση Ανατολή και ποτέ δεν ξεπέρασε πλήρως τη δυσπιστία των ανατολικών κρατών-μελών». Ο ίδιος ο Ρέντσι, που την προώθησε στις Βρυξέλλες ως «νέα, Ιταλίδα, ικανή», επέκρινε το 2019 τη Μογκερίνι ότι «διέψευσε τις προσδοκίες», έχοντας «σχεδόν μηδενική επίδραση».
Η μεταπήδησή της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Κολέγιο της Ευρώπης, το 2020, ήταν επίσης επεισοδιακή. Στηρίχθηκε ένθερμα από τον Χέρμαν βαν Ρομπάι, πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, νυν πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ο διορισμός ήταν ωστόσο αμφιλεγόμενος, με ερωτήματα ως προς τη διαφάνεια της διαδικασίας επιλογής. Πολλοί στηλίτευσαν το γεγονός ότι η Μογκερίνι δεν είχε ακαδημαϊκή εμπειρία, ούτε μεταπτυχιακό τίτλο.
Η ίδια προσπάθησε να αφήσει το στίγμα της. Ωθησε το Κολέγιο σε νέες συνεργασίες, εγκαινιάζοντας πέρυσι μια νέα πανεπιστημιούπολη (μετά τις προϋπάρχουσες στην Μπριζ του Βελγίου και στο Νατόλιν της Πολωνίας) στα Τίρανα της Αλβανίας, μαζί με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Τον Δεκέμβριο του 2024 επανεξελέγη ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο του Κολεγίου ως πρύτανης, σε μια δεύτερη θητεία.
Στο μεσοδιάστημα, το όνομά της είχε αναφερθεί εν μέσω του σκανδάλου διαφθοράς Qatargate, προ τριετίας, ως ένα από τα μέλη του τιμητικού διοικητικού συμβουλίου της «Fight Impunity», ελληνιστί «Καταπολεμήστε την ατιμωρησία». Μιας εμπλεκόμενης ΜΚΟ υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με έδρα τις Βρυξέλλες και επικεφαλής τον βασικό ύποπτο στο σκάνδαλο, ιταλό πρώην ευρωβουλευτή Πιερ Αντόνιο Παντσέρι. Χωρίς εκτελεστικό ή διαχειριστικό ρόλο, το τιμητικό διοικητικό συμβούλιο παραιτήθηκε, χωρίς να υπάρξουν τότε υποψίες ή κατηγορίες εναντίον οποιουδήποτε μέλους.


