Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας και εν μέσω ραγδαίων εξελίξεων στο ουκρανικό ζήτημα, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την κατάρρευση των συνομιλιών με την ΕΕ για τη συμμετοχή του Λονδίνου στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE. Πρόγραμμα απότοκο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, ζήτημα στο οποίο οι μεγάλες χώρες της ΕΕ βαδίζουν σε πλήρη συνεργασία σε όλα τα επίπεδα με τη Βρετανία και ενεργούν ως μία οντότητα – μέχρι και προχθές το ευρωπαϊκό «αντισχέδιο» στο αμερικανικό επί του οποίου διεξάγεται η διαπραγμάτευση το κατέθεσαν μαζί. Χωρίς ασφαλώς σε όλα αυτά να διαδραματίζει κανέναν ρόλο το Brexit, το οποίο οι κυβερνήσεις που κινούν τις εξελίξεις στην ΕΕ, δηλαδή κατ’ ουσίαν το Βερολίνο, φαινόταν ότι είχε τη στοιχειώδη ευθυκρισία να ξεχάσει υπό το κράτος της απειλής που το ίδιο επιμένει ότι πλέον αντιμετωπίζει άμεσα και οξύτατα συνολικά η Ευρώπη. Ομως δεν ήταν έτσι. Οπως πάντα, η Γερμανία είχε άλλα στο μυαλό της. Και, επίσης όπως πάντα, δεν δυσκολεύτηκε να τα επιβάλει ως «ευρωπαϊκή» πολιτική. Αν και αυτή τη φορά ίσως είχε και κάποια βοήθεια – όχι ότι τη χρειαζόταν φυσικά…
Το Βερολίνο έχει τρεις μείζονος σημασίας λόγους για τους οποίους αυτή τη στιγμή πραγματοποιεί ολοκληρωτική στροφή στη στρατιωτικοποίηση, κύριο σκέλος της οποίας συνιστούν και οι εντατικοί εξοπλισμοί. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει χώρος για καμία απολύτως παρέκκλιση από την εκτέλεσή τους, κάτι που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την παραπάνω στάση της ΕΕ έναντι του Λονδίνου. Πρόκειται για τρεις λόγους τόσο σημαντικούς, ώστε έστω και ο ένας εξ αυτών να ίσχυε, θα ήταν υπεραρκετός. Οταν όμως αθροίζονται και οι τρεις, η πορεία είναι πλέον μονόδρομος και δεν αλλάζει πια.
Πρώτον, η Γερμανία έχει σήμερα την ιστορική ευκαιρία την οποία ασφαλώς και ανέμενε επί δεκαετίες: να μπορέσει να γίνει εκ νέου και μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Και αυτό να το πετύχει, το πιο σημαντικό, χωρίς να προκαλέσει όλα όσα αυτονόητα θα συνέβαιναν αν το έπραττε χωρίς να έχει μια πειστική αφορμή για να το πράξει. Η ώρα να κλείσει το ιστορικό παράδοξο, δηλαδή η πιο ισχυρή οικονομία και η πολιτικά ηγεμονεύουσα χώρα της Ευρώπης να είναι στρατιωτικά ανάπηρη, έχει φτάσει. Αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» της το έδωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Και δεν πρόκειται να το αφήσει να χαθεί, ακόμα και αν, από θαύμα, αύριο το πρωί η Ρωσία τα εγκατέλειπε όλα και αναδιπλωνόταν στα εδάφη της.
Δεύτερον, η γερμανική οικονομία βρίσκεται σήμερα, εν πολλοίς λόγω του πολέμου που της στέρησε την ενέργεια που της παρείχε η στενή της συνεργάτις Μόσχα, πιθανότατα στο χειρότερο σημείο της από τη θέσμιση του ευρώ. Ταυτόχρονα, η κινεζική εισβολή στον γερμανικό κλάδο υπεροχής, την αυτοκινητοβιομηχανία, γονατίζει επιπλέον δραματικά τη χώρα εκτοξεύοντας το πρόβλημα, που είναι σαφές ότι δεν έχει λύση στο πλαίσιο των παλαιών συνταγών.
Τρίτον, τα παραπάνω λειτουργούν ως επιταχυντής για την επέλαση της Ακροδεξιάς που έτσι κι αλλιώς προχωρά ακάθεκτη και που η άνοδός της στην εξουσία πρέπει να θεωρείται πλέον απλώς θέμα χρόνου. Το οικονομικό πρόβλημα προστίθεται στο ήδη υπάρχον κοινωνικό και μεταλλάσσεται σε ένα εκρηκτικό πολιτικό μείγμα.
Το άθροισμα όλων αυτών των παραγόντων ισοδυναμεί με απόλυτο αδιέξοδο. Ή, αν επιλεγεί μία άλλη οδός, υπάρχει η πιθανότητα να εξελιχθεί σε σπάνια ευκαιρία. Η στροφή στην πολεμική βιομηχανία είναι σε θέση να αναπληρώσει τις χαμένες θέσεις εργασίας – έχει ξαναγίνει ακριβώς το ίδιο άλλωστε στη Γερμανία. Παράλληλα, η επιστροφή στον μιλιταρισμό μπορεί να δώσει στο υφιστάμενο γερμανικό πολιτικό σύστημα κάτι για να πιαστεί για να σταθεί στα πόδια του την ώρα της συντελούμενης καθολικής κατάρρευσης – ή έτσι ελπίζει τουλάχιστον. Και το κυριότερο: όλα αυτά, ξανακάνοντας ταχύτατα τη Γερμανία την ισχυρότερη συμβατική – ακόμα – στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης.







