Καθένας θα έπρεπε να κρατάει ανελλιπώς ημερολόγιο. Διαβάζοντάς το από μία χρονική απόσταση, θα έπαιζε χάντρα – χάντρα το κομπολόι της ζωής του. Θα εκπλησσόταν με το πόσο προνοητικός ή αφελής υπήρξε, πόσο άκουσε ή κώφευσε στη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» κατά τον Καβάφη. Η καταχώριση του βασιλιά της Γαλλίας στις 14 Ιουλίου 1789, ενώ έπεφτε η Βαστίλλη, ήταν μονολεκτική: «Rien». «Τίποτα». Αντιλαμβάνεται κανείς το χάσμα ανάμεσα στον φουκαρά τον Λουδοβίκο και στην πραγματικότητα. Ο Τζον Λένον, αντίθετως, όταν μετά τη διάλυση των Μπιτλς είχε χαθεί μέσα στην αγκαλιά της Γιόκο, ξεδίπλωνε με τηλεγραφική πληρότητα τις μέρες του. «Ξύπνησα, έφαγα, συνουσιάστηκα» – αλλιώς το διατυπώνει – «με τη γυναίκα. Κοιμήθηκα». Το ίδιο πρόγραμμα επί μήνες, χρόνια… Καίτοι ουδόλως συναρπαστικό, το ημερολόγιο του Λένον μοσχοπουλήθηκε σε πλειστηριασμό.

Καθένας θα όφειλε να γράφει τα απομνημονεύματά του. Η Ιστορία συγκροτείται από τις επιμέρους ιστορίες των ανθρώπων. Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, όπως μας το παρέδωσε ο Θανάσης Βαλτίνος, φωτίζει το φαινόμενο της μετανάστευσης διάπλατα, εναργέστερα από στατιστικές και διατριβές. Η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη – θα το φωνάζω όσο ζω – είναι αριστούργημα. Ελάχιστοι – φευ – μπαίνουν στο απολαυστικό βασανιστήριο να αποτυπώσουν στο χαρτί τη διαδρομή τους. Συστολή ή κρυψίνοια; Ή μέριμνα για τους απογόνους – μην τους φέρουν αντιμέτωπους με πληγές, μην τους καταστρέψουν την εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος;

Ο Μακρυγιάννης έμαθε ανάγνωση και γραφή μόνο και μόνο για να αφήσει τα απομνημονεύματά του. Να μεγεθύνει, μεταξύ των άλλων, τον δευτερεύοντα ρόλο του στην Επανάσταση. Δεν είναι διόλου του γούστου μου ο Μακρυγιάννης κι ας μου θύμωνε ο Σεφέρης. Τον βρίσκω ηθικολόγο, κόλακα του λαού, τον οποίον κατά τα άλλα ξεζούμιζε με τοκογλυφικά δάνεια. Χίλιες φορές προτιμώ τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, όπως βεβαίως και τον λόγο του προς τους νέους στην Πνύκα. Διαπνέονται από την ήρεμη σεμνότητα του μεγάλου πρωταγωνιστή, που δεν έχει τίποτα να αποδείξει. Που μιλούν για εκείνον οι πράξεις του.

Πόσων μεταγενέστερων οι αυτοβιογραφίες χαρακτηρίζονται από ανάλογο πνεύμα;

Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος τα διηγείται κατά πώς τον βολεύουν μεν, γλαφυρότατα δε. «Καημό το είχαμε» – στο μέτωπο – «να δούμε καμιά φουστίτσα να θροΐζει…». Πολύ χαριτωμένη φράση, εάν μάλιστα θυμηθεί κανείς ότι ως δικτάτωρ ο Πάγκαλος μάκρυνε διά νόμου τις φούστες. Ο έτερος δικτάτωρ του Μεσοπολέμου, που εξιλεώθηκε χάρη στο έπος του 1940, μας μεταφέρει μια σκηνή από την αρχική νικηφόρα φάση του πολέμου, όταν – σε μια δεξίωση – άπαντες τον συνέχαιραν, τον υμνούσαν. Για να καταλήξει, γεμάτος πίκρα, ότι παρά την τόση δόξα, παραμένει ανεπανόρθωτα κοντός.

Από τους πλησιέστερους σε εμάς, ξεχωρίζω το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα», όπου εξηγεί και γιατί διέφερε η δική του στάση απέναντι στους εκπροσώπους των ΗΠΑ από των άλλων ελλήνων πολιτικών. Θαμπώνονταν, λέει, με τον κάθε πρέσβη, διαγκωνίζονταν ποιος θα του κάνει περισσότερες ρεβεράντζες. Ενώ αυτός τους ήξερε τους Αμερικάνους από την καλή κι απ’ την ανάποδη. Είχαν κάτσει στα ίδια θρανία, τους είχε ενίοτε και φοιτητές.

Δεν προχώρησαν όλοι στην «καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος προτίμησε να μεταφράσει τον Θουκυδίδη, δείγμα μεγαλείου μου φαίνεται. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φρόντισε για την υστεροφημία του διά του αρχείου και του ιδρύματός του, αν και θα αρκούσε μία φωτογραφία της Ελλάδας πριν και μία μετά από το πέρασμά του. Και για τον Κώστα Σημίτη τρεις – τέσσερις ταμπέλες. «Αττική Οδός», «Αττικό Μετρό», «Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος», «Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου». Και ένα κυπριακό διαβατήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

«Θέλω να τα πω» τιτλοφορείται ένα από τα σπουδαία τραγούδια του Ακη Πάνου. «…Αλλο εξομολόγηση και άλλο απαντήσεις, θέλω να τα πω σαν να παραμιλώ…».

Και το παραμιλητό ακόμα – ίσως ιδίως εκείνο – απαιτεί γενναιότητα. Ειλικρίνεια. Ιδίως αν συνειδητοποιείς τον κίνδυνο να πάψουν να σε πιστεύουν. Να σε βαρεθούν. Να καταλήξεις φωνή βοώντος εν τη ερήμω.