Βαριά κινητικά προβλήματα. Υπέρταση. Εμφύσημα. Και απώλεια ακοής. Ενα σαράβαλο εν ολίγοις, ένα μάτσο χάλια. Η ίδια περιγράφει έτσι τον εαυτό της. Διατηρεί, στα ενενήντα, ακέραια τη νοημοσύνη. Και τον αυτοσαρκασμό της.

Εχει να βγει από το σπίτι πριν από την πανδημία. Ο,τι συμβαίνει έξω από το δωμάτιό της δεν την αφορά, αρκεί να είναι η τουαλέτα ελεύθερη όποτε τη χρειάζεται. Μετακινείται από το στρώμα στην αναπηρική καρέκλα. Η ανάγκη της για ύπνο έχει μειωθεί στο ελάχιστο, βία τέσσερις ώρες. «Αλί στον νιο που ξενυχτά, στον γέρο που κοιμάται» θυμοσοφεί. «Παλιά ήμουν γυναίκα, τώρα είμαι γέρος…». Δίκιο έχει και σε αυτό. Ο χρόνος έχει ακυρώσει τα χαρακτηριστικά του φύλου της, μόνο τα μάτια, πίσω από τα γυαλιά, διατηρούν ένα κοριτσίστικο μπρίο. Περνάει ατέλειωτες ώρες κοιτώντας τηλεόραση, διαβάζοντας περιοδικά εικοσαετίας, «τα ίδια και τα ίδια γράφουν, γιατί να πάρω καινούργια;». Εχει καταργήσει το κινητό. «Κάποτε φλυαρούσα με τις φίλες μου, έχουν συγχωρεθεί πια όλες τους…».

Εμφανίζει κάτι περίεργα συμπτώματα. Τη μεταφέρει ο γιος της στο νοσοκομείο. Της διαγιγνώσκουν οξεία λευχαιμία. «Τώρα;» ρωτάει έντρομος τον ογκολόγο. «Τώρα τίποτα… Κανονικά θα της κάναμε χημειοθεραπείες. Μα στην κατάστασή της δεν θα αντέξει. Ισα που θα βασανιστεί». «Τι δηλαδή; Θα την παρατήσετε αβοήθητη;». «Θα της δώσουμε ήπια, παρηγορητική αγωγή». «Θέλω να γίνει καλά!» διατάζει. «Δεν θα αφήσω τη μανούλα μου να πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι επειδή το σύστημά σας είναι σάπιο»!

Το δίλημμα ανακύπτει καθημερινά. Υποχρεούται η επιστήμη να χρησιμοποιεί πάντα όλα της τα όπλα; Να εφαρμόζει χημειοθεραπευτικά πρωτόκολλα σε καρκινοπαθείς με βαρύτατα υποκείμενα νοσήματα; Να εγχειρίζει υπέργηρους, που κι αν επιβιώσουν της επέμβασης είναι εντελώς απίθανο να αναρρώσουν; Να παρέχει επ’ αόριστον μηχανική υποστήριξη σε ανθρώπους εγκεφαλικά νεκρούς;

«Εφόσον δεν κάνεις παν το δυνατόν για να κερδίσεις μια μέρα, μια ώρα ζωής, συνεργείς στον θάνατο…». Εστω και αν ζωή ίσον ταλαιπωρία; Κι όταν διαθέτοντας την κλίνη της εντατικής στον καταδικασμένο, τη στερείς από κάποιον που θα πάλευε από αντικειμενικά πολύ ευνοϊκότερη θέση;

«Ας είχατε περισσότερα κρεβάτια! Τριάντα χρόνια πλήρωνε η μανούλα μου εισφορές. Τις φάγατε όμως, οι πολιτικάντηδες και οι μεγαλογιατροί, και στην ανάγκη της θέλετε απλώς να ξεμπερδεύετε! Να τη θάψετε μιαν ώρα αρχύτερα»! «Μα θα την αναλάβουμε, θα τη φροντίσουμε όσο καλύτερα μπορούμε…». «Ποιον κοροϊδεύεις;» του γυρίζει του γιου το μάτι.

Η άρρωστη τα έχει, ευτυχώς, τετρακόσια. Στέλνει ο ογκολόγος τον γιο της στη γραμματεία, για κάποιες – υποτίθεται – διατυπώσεις. Να μην τον έχει μες στα πόδια του. Περνάει το κατώφλι των εξωτερικών ιατρείων. Κάθεται πλάι της, παίρνει βαθιά ανάσα κι αρχίζει να εξηγεί, έξω απ’ τα δόντια, την κατάσταση. «Μην γκαρίζεις, καλέ μου! Δεν είμαι κι εντελώς κουφή! Εντάξει, κατάλαβα. Πάρτε με με το μαλακό και όσο αντέξω. Τα έχω φάει εξάλλου τα ψωμιά μου – σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι»! «Ο γιος σας έχει άλλη άποψη. Εσείς βεβαίως αποφασίζετε». «Πού ξέρω εγώ;». «Κάποιος συνάδελφός μου ίσως να σας πρότεινε μια πιο επιθετική αντιμετώπιση… Που θα έφερνε ωστόσο πολύ δυσάρεστες παρενέργειες. Δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα». Της τα προφταίνει ο γιατρός για να μην της τα παρουσιάσει ο γιος της διαστρεβλωμένα. Ωραιοποιημένα. Η άρρωστη μπαίνει σε βαθιές σκέψεις.

«Εγώ δεν θα είχα αντίρρηση να πεθάνω και τώρα, ανακούφιση θα ήταν. Σκέφτομαι όμως τον Θέμη μου. Κεράκι αναμμένο στο πλευρό μου τόσα χρόνια. Ούτε παντρεύτηκε ούτε παιδιά έκανε. Θα μείνει σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μην σε μπερδεύει το κορακί μαλλί – τα ‘χει πατήσει τα εξήντα! Δεν φτάνει που θα με χάσει, να τον φορτώσω και τύψεις πως δεν έκανε ό,τι ανθρωπίνως δυνατόν;».

«Οι τύψεις του Θέμη είναι το θέμα μας;».

«Στη θέση μου, έτσι θα σκεφτόσασταν…».

«Δεν χρειάζεστε εσείς, κυρία μου, θεραπεία! Μα ο κανακάρης σας επειγόντως ψυχανάλυση!» πάει να πει ο ογκολόγος. Δαγκώνει όμως τη γλώσσα του.