Μετά τη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα γεννήθηκαν ελπίδες για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Οι δύο πλευρές τότε συμφώνησαν σε ένα πλαίσιο λύσης, το οποίο όμως τις αμέσως επόμενες μέρες τορπιλίστηκε από το Κίεβο και τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι Ουκρανοί φοβήθηκαν πως μια συμφωνία που περιόριζε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία τους θα τους ενέτασσε de facto στη ρωσική σφαίρα επιρροής.
Το φάντασμα της Γιάλτας πλανάται βαριά πάνω από το Κίεβο. Οι Ευρωπαίοι, από την άλλη, φοβήθηκαν ότι ένας «κατευνασμός» της Μόσχας θα εξέπεμπε μήνυμα αδυναμίας και θα άνοιγε την όρεξη του Πούτιν για περαιτέρω αναθεωρητισμό. Δηλώσεις όπως εκείνη του γερμανού υπουργού Αμυνας – ότι το φετινό ίσως είναι «το τελευταίο ειρηνικό καλοκαίρι στην Ευρώπη» – αντικατοπτρίζουν εύγλωττα το κλίμα. Το φάντασμα του Μονάχου και της αποτυχημένης πολιτικής κατευνασμού του Χίτλερ στοιχειώνει σήμερα πολλούς ευρωπαίους ηγέτες.
Η αποτυχία των συνομιλιών οδήγησε σε νέα κλιμάκωση. Η Ουκρανία άρχισε να πλήττει ενεργειακές εγκαταστάσεις βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος, επιχειρώντας να στερήσει από τη Μόσχα πόρους που τροφοδοτούν την πολεμική της μηχανή. Η Ρωσία απάντησε με εντατικοποίηση των επιθέσεων στο μέτωπο και με συστηματικά πλήγματα στις ουκρανικές ενεργειακές υποδομές ενόψει του χειμώνα. Στόχος της είναι η επίσπευση της κατάρρευσης της ήδη καταπονημένης ουκρανικής άμυνας και η μείωση της κοινωνικής αντοχής ενός λαού που έχει μπροστά του έναν μακροχρόνιο πόλεμο χωρίς ορατή προοπτική νίκης.
Η στρατηγική φθοράς που ακολουθεί η Μόσχα την ευνοεί: διαθέτει μεγαλύτερο πληθυσμό, ισχυρότερη βιομηχανική βάση και υπεροχή σε πολεμικό υλικό. Αντίθετα, το Κίεβο αιμορραγεί δημογραφικά και εξαρτάται πλήρως από δυτικούς εξοπλισμούς. Υστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια πολέμου, είναι σαφές ότι η Ουκρανία δεν έχει τρόπο να νικήσει χωρίς άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ – κάτι που ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συμβεί. Μια τέτοια κλιμάκωση θα οδηγούσε σε τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ουάσιγκτον ευλόγως θεωρεί ότι η συγκυρία δημιουργεί παράθυρο ευκαιρίας για διαπραγμάτευση: η ουκρανική άμυνα υποχωρεί, ενώ η κυβέρνηση Ζελένσκι έχει απονομιμοποιηθεί από σκάνδαλο διαφθοράς που αγγίζει τον στενό κύκλο του προέδρου. Παράλληλα, μετά το ναυάγιο της Αλάσκας, οι ΗΠΑ μετακύλισαν σχεδόν όλο το κόστος της υποστήριξης της Ουκρανίας στην Ευρώπη.
Οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται πλέον να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο και προωθούν την κατάσχεση ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, κίνηση που απειλεί την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Η κυβέρνηση Τραμπ, ταυτόχρονα, αύξησε το οικονομικό κόστος και στη Ρωσία, επιβάλλοντας κυρώσεις στους ενεργειακούς κολοσσούς Rosneft και Lukoil, στερώντας σημαντικούς πόρους από την πολεμική μηχανή του Κρεμλίνου.
Κάθε διαπραγμάτευση εν καιρώ πολέμου αντικατοπτρίζει τον συσχετισμό δυνάμεων στο πεδίο. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι το συζητούμενο πλαίσιο – με βάση τις διαρροές – ικανοποιεί τις πάγιες ρωσικές επιδιώξεις: ουδετερότητα της Ουκρανίας και αποκήρυξη της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, παραχώρηση ολόκληρου του Ντονμπάς, συμπεριλαμβανομένων εδαφών υπό ουκρανικό έλεγχο, και σημαντική αποστρατιωτικοποίηση (μείωση της οροφής των ενόπλων δυνάμεων και περιορισμούς σε επιθετικά οπλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν σε βάθος τη Ρωσία). Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν οι συζητήσεις ΗΠΑ- Ρωσίας αγγίζουν και ζητήματα πέρα της Ουκρανίας: την αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ανατολική Ευρώπη
Αν το παρόν σχέδιο ειρήνευσης τορπιλιστεί όπως το προηγούμενο, το πιθανότερο σενάριο είναι η ουκρανική κατάρρευση – και στη συνέχεια η διχόνοια εντός της Δύσης για το ποιος «φταίει».
Οι Ευρωπαίοι θα κατηγορήσουν τις ΗΠΑ ότι διέκοψαν τη βοήθεια· οι Αμερικανοί τους Ευρωπαίους ότι υπονόμευσαν την ειρηνευτική πρωτοβουλία. Σε κάθε περίπτωση, η Δύση κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο τον πόλεμο αλλά και τη συνοχή της. Κυρία ωφελημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι έτσι κι αλλιώς η Κίνα, η οποία τσιμέντωσε τη σχέση της με τη Ρωσία, δημιουργώντας έναν ευρασιατικό άξονα. Με ή χωρίς συμφωνία, η Ουκρανία θα παραμείνει μια ανοικτή πληγή και πηγή αστάθειας στο κέντρο της Ευρώπης.
Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων







