Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν αποτυπώνουν με ενάργεια τη βαθύτερη στρατηγική κατεύθυνση της Αγκυρας έναντι της Αθήνας και της Λευκωσίας. Σε μια περίοδο όπου οι περιφερειακές ισορροπίες επανακαθορίζονται, ο Φιντάν αναδεικνύει ένα συνεκτικό αφήγημα περί «ορατών και αόρατων συμμαχιών» που – σύμφωνα με την οπτική της Αγκυρας – επιχειρούν να περιορίσουν την τουρκική ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο και να διαμορφώσουν ένα «εξισορροπητικό τόξο» εις βάρος της Τουρκίας. Η ρητορική αυτή δεν αποτελεί απλώς αντανάκλαση ενός αισθήματος ανασφάλειας· συνιστά προϊόν στρατηγικής κατασκευής, μέσω του οποίου η Αγκυρα μετατρέπει επιθετικές πολιτικές σε υποτιθέμενες πράξεις αυτοάμυνας και επιδιώκει να μετατοπίσει το πεδίο της δημόσιας συζήτησης από το διεθνές δίκαιο σε μια γεωπολιτική λογική ισχύος.

Η περίπτωση του Κυπριακού αποτελεί τον κεντρικό άξονα αυτής της αφήγησης. Ο Φιντάν επαναφέρει τη λύση δύο κρατών ως την αποκλειστικά «ρεαλιστική» και «ισότιμη» προοπτική, προβάλλοντας την τουρκική στρατιωτική παρουσία ως παράγοντα σταθερότητας από το 1974. Η παρουσίαση της εισβολής ως «διευθέτησης που απέτρεψε την αιματοχυσία» επιχειρεί να αναστρέψει το ιστορικό και νομικό πλαίσιο, ακυρώνοντας τη διεθνή θέση που έχει παγίως επικυρωθεί περί κατοχής. Παράλληλα, η κατηγορία ότι η διεθνής κοινότητα παραμένει «αιχμάλωτη της ελληνοκυπριακής προπαγάνδας» εντάσσεται σε μια συστηματική προσπάθεια να αποδομηθεί το status quo που προκύπτει από τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις διεθνείς συνθήκες.

Ταυτόχρονα, η Αγκυρα ενσωματώνει στο ίδιο σχήμα και τα ζητήματα μειονοτήτων, επενδύοντας σε μια συστηματική στρατηγική εργαλειοποίησης. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα, η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και επιλεκτικά μουσουλμανικές κοινότητες στα Δωδεκάνησα παρουσιάζονται όχι ως οντότητες των οποίων το καθεστώς καθορίζεται από σαφείς διεθνείς συνθήκες – πρωτίστως τη Συνθήκη της Λωζάννης – αλλά ως κρίκοι μιας ευρύτερης «πολιτικοθρησκευτικής ενότητας» υπό την προστασία της Τουρκίας. Αυτή η μετατόπιση από τον νομικό στον πολιτισμικό λόγο αποσκοπεί στην αποδυνάμωση των θεσμικών πλαισίων και στη δημιουργία ενός παράλληλου αφηγήματος νομιμοποίησης, όπου η Τουρκία εμφανίζεται ως εγγυήτρια δύναμη της «ισλαμικής κοινότητας» στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η λογική αυτή εδράζεται στη θεωρία του «Στρατηγικού Βάθους» του Αχμέτ Νταβούτογλου, η οποία αντιλαμβάνεται τις μουσουλμανικές κοινότητες στην ευρύτερη περιοχή ως φυσικές προεκτάσεις της τουρκικής ισχύος. Η Κύπρος αποτέλεσε ιστορικά το κεντρικό πεδίο εφαρμογής της θεωρίας αυτής· σήμερα η Αγκυρα επιχειρεί να τη διευρύνει στη Θράκη και στα Δωδεκάνησα, ενισχύοντας την αφήγηση περί δήθεν «καταπίεσης» του μουσουλμανικού στοιχείου. Οι δηλώσεις για το Αιγαίο, τα χωρικά ύδατα, τη «νατοϊκή αδικία» ή τη συμμετοχή σε περιφερειακές δομές ασφαλείας εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική παραγωγής αβεβαιότητας και επαναδιαπραγμάτευσης των θεσμικών ισορροπιών μέσω εξαναγκαστικής διπλωματίας.

Απέναντι σε αυτό το πολυεπίπεδο αφήγημα, η Ελλάδα επαναβεβαιώνει την προσήλωσή της στη σταθερότητα των διεθνών κανόνων, στο απαράβατο της κυριαρχίας και στη διατήρηση του διεθνούς δικαίου ως πλαισίου επίλυσης των διμερών διαφορών.

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πειραιώς