Το Σύνταγμα στο άρθρο 106 παρ. 1 τυποποιεί το φαινόμενο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, δικαιολογώντας, ιδίως τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του, τόσο μέτρα μερικής ή ολικής κρατικοποίησης επιχειρήσεων όσο και μέτρα εποπτείας της οικονομικής δραστηριότητας προς χάριν του γενικού συμφέροντος και της κοινωνικής ειρήνης. Το πρότυπο που υιοθετεί το Σύνταγμα με βάση τις διατάξεις που κατοχυρώνουν τις βασικές οικονομικές ελευθερίες είναι η κοινωνική οικονομία της αγοράς.

Το ερώτημα αν υπάρχουν περιθώρια αναθεώρησης του Συντάγματος και ιδίως του 106 προκειμένου να διευκολυνθεί περαιτέρω η λειτουργία μιας ανοιχτής οικονομίας, η οποία πρέπει παράλληλα να εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον και τις βασικές ανάγκες των πολιτών δεν είναι εύκολο να απαντηθεί.

Υπό το φως μιας αγορακεντρικής ανάγνωσης του Συντάγματος και του δικαίου της ΕΕ, ακόμα και το 106 παρ. 3, που επιτρέπει την αναγκαστική εξαγορά ιδιωτικών επιχειρήσεων, εφόσον έχουν τον χαρακτήρα ιδιωτικών μονοπωλίων, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της επικουρικότητας, δηλαδή να δικαιολογείται η κρατικοποίηση μόνο όταν η ιδιωτική επιχείρηση δεν υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, τις οποίες καταρχήν εξυπηρετεί κατά αποδοτικότερο τρόπο από το Δημόσιο η λειτουργία της αγοράς. Αυτό το πνεύμα απορρέει με σαφήνεια από το δίκαιο της ΕΕ, γι’ αυτό ακριβώς το ΔΕΕ – σε αντίθεση με το ΣτΕ – δεν αρκείται στην επίκληση σκοπού γενικού συμφέροντος για να κρίνει ως συνταγματικά δικαιολογημένους τους περιορισμούς, αλλά εξετάζει τις συνέπειες που προκαλούν τα μέτρα του κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά και στις βασικές κοινοτικές ελευθερίες στη βάση του κόστους – οφέλους.

Κατά περιόδους αποδόθηκαν στο Σύνταγμα οι ευθύνες ότι εγκλώβισε την οικονομία σε μια εξάρτηση από το κράτος (κατά βάση λόγω του άρθρου 106 Σ.), πράγμα το οποίο οδήγησε σε ένα αντιαναπτυξιακό πρότυπο που αποτελεί συνδυασμό αντιπαραγωγικών δημόσιων επιχειρήσεων, κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, «κλειστών» επαγγελμάτων και στεγανών στις βασικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, που εκτρέφουν πρακτικές καρτέλ και οδηγούν στη μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η κριτική αυτή αποδείχθηκε άδικη, δεδομένου ότι το Σύνταγμα επιτρέπει δραστικά μεταρρυθμιστικά σχέδια στο πεδίο της οικονομίας, ακόμα και την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ενώ τα όρια των μεταρρυθμίσεων είναι περισσότερο πολιτικά και ιδεολογικά και λιγότερο συνταγματικά.

Ισως θα ήταν σκόπιμο, αλλά όχι και απολύτως αναγκαίο, στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής διαδικασίας να γίνει ρητή αναφορά στον θεσμό και στην ορθή λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι καταρχήν μέσω αυτής θα μπορούσε να προαχθεί το γενικό συμφέρον ώστε η κρατική παρέμβαση να δικαιολογείται μόνο όταν η ελεύθερη αγορά αδυνατεί να υπηρετήσει και κοινωνικούς σκοπούς αναγνωρισμένους από το Σύνταγμα (επικουρική λειτουργία του κράτους). Υπό το πρίσμα αυτό η αγορά αναγνωρίζεται ως ο κεντρικός θεσμός οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων και το κράτος παρεμβαίνει κατ’ εξαίρεση για να αντιμετωπίσει τις αποτυχίες της αγοράς και τις αδυναμίες της στον αναδιανεμητικό της ρόλο. Το πρότυπο αυτό ανταποκρίνεται και στην υπεροχή και ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, το οποίο επιβάλλει εφαρμογή των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού, π.χ και σε δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, κατά το μέτρο που οι συγκεκριμένοι κανόνες δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση «…της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί» (άρθρο 106 παρ. ΣΛΕΕ). Σε παρόμοιους περιορισμούς, ως προς τα περιθώρια του κράτους να παρεμβαίνει στην οικονομία, δεν οδηγούν μόνο οι ενωσιακοί κανόνες περί ελεύθερου ανταγωνισμού (π.χ. απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων) και προστασίας των ενωσιακών ελευθεριών, αλλά και οι δεσμεύσεις που θέτει η συμμετοχή στην ΟΝΕ που αφορούν την απαγόρευση υπερβολικών ελλειμμάτων και χρέους, αλλά και του ελέγχου των προϋπολογισμών των κρατών-μελών από τα ενωσιακά όργανα, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα δημοσιονομικής εκτροπής, όπως συνέβη στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στην επιβολή μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας (μνημόνια).

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Στο άρθρο περιέχονται και αποσπάσματα από την εισήγησή του στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις με θέμα «Αναθεώρηση Συντάγματος και οικονομία»