Τα «what if?», τα «τι θα συνέβαινε εάν δεν είχε συμβεί εκείνο που συνέβη» ερεθίζουν και αποχαλινώνουν τη σκέψη μας. Την κάνουν να πλάθει φαντασιακές αφηγήσεις.
Τι θα συνέβαινε εάν δεν είχε δολοφονηθεί το 1913 στη Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος; Θα γλιτώναμε τον Εθνικό Διχασμό, τη ρήξη Βενιζέλου – Κωνσταντίνου που προοιωνιζόταν τη Μικρασιατική Καταστροφή; Εάν δεν πυροβολούνταν οι διαδηλωτές στις 3 Δεκεμβρίου 1944; Θα είχαμε αποφύγει τον Εμφύλιο, όπως τον απέφυγε η Ιταλία; Θα μάθαιναν η Αριστερά, το Κέντρο και η Δεξιά να συνυπάρχουν θεσμικά, δείχνοντας έστω ή σφίγγοντας τα δόντια τους;
Τι θα συνέβαινε χωρίς την εξέγερση του Πολυτεχνείου; Δεν θα ανέτρεπε τον Παπαδόπουλο ο Ιωαννίδης, δεν θα γινόταν το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου, που έφερε την εισβολή των Τούρκων και τον ακρωτηριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας; Θα τελεσφορούσε η «φιλελευθεροποίηση» που απεργάζονταν ο Παπαδόπουλος κι ο Μαρκεζίνης; Θα είχαμε το 1974 ελεύθερες – υπό έλεγχον – εκλογές, με τη συμμετοχή και κάποιων προσωπικοτήτων από τη μη κομμουνιστική Αριστερά; Θα μεταλλασσόταν το καθεστώς της 21ης Απριλίου σε μια καχεκτικότατη δημοκρατία, η οποία – συν τω χρόνω – θα έπαιρνε τα πάνω της; Κατά το παράδειγμα της Τουρκίας μετά τον Εβρέν ή της Ισπανίας έπειτα από τον Φράνκο…
Και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής; Δεν θα επέστρεφε ποτέ ως παράκλητος – θα πέθαινε αυτοεξόριστος στο Παρίσι, με την ξεθωριασμένη αίγλη του «παλαιού πολιτικού»; Και ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Μελίνα και ο Μίκης και ο Βασίλης Βασιλικός; Θα επέμεναν να αντιστέκονται από το εξωτερικό, ώσπου το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης για την ελληνική τραγωδία να ατονήσει; Θα αφοσιωνόταν τότε ο καθένας τους στην τέχνη ή στην επιστήμη του – θα γύρισε η Μελίνα ταινίες, θα δίδασκε ο Ανδρέας στα κορυφαία πανεπιστήμια, ίσως να κέρδιζε και το Νομπέλ Οικονομικών; Ή θα γύριζαν αμνηστευόμενοι στην πατρίδα και με χίλιες δυσκολίες θα επαναδραστηριοποιούνταν πολιτικά; Θα κέρδιζε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος το προσωπικό του στοίχημα; Να μακροημερεύσει ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να εξελιχθεί από μισητό τύραννο σε διαφιλονικούμενη φυσιογνωμία, στην οποίαν πολλοί θα αναγνώριζαν και αρετές – «τουλάχιστον μας απάλλαξε από τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ και σταδιακά μοιράστηκε την εξουσία του»; Θα κηδευόταν με τιμές εθνάρχη;
Ας συγκρατηθούμε, ας μην καταδεχθούμε τέτοια όνειρα φθινοπωρινής νύχτας.
Ακόμα και αν δεν καταλαμβάνονταν τα κτίρια της Πατησίων τον Νοέμβριο του 1973, το φοιτητικό κίνημα κόχλαζε. Θα έβρισκε άλλη ευκαιρία να διατρανώσει την αποστροφή του προς το καθεστώς, να απαιτήσει μαχητικά ψωμί, παιδεία, κυρίως δε ελευθερία. Θα είχαμε ένα διαφορετικό Πολυτεχνείο, κάπου αλλού.
Οσο δε για τον Παπαδόπουλο, οι μέρες της ισχύος του μάλλον ήταν έτσι κι αλλιώς μετρημένες. Η σκληρότερη πτέρυγα της χούντας έφριττε στην προοπτική της φιλελευθεροποίησης. Ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο μόνος από τους πραξικοπηματίες που δεν είχε βγάλει τη στολή παρά κυβερνούσε την ΕΣΑ με σιδηρά γροθιά, προετοίμαζε την ανατροπή του. Ο Παπαδόπουλος είχε υπογράψει την καταδίκη του από τη στιγμή που πήρε στα σοβαρά τον εαυτό του όχι ως καραβανά δικτάτορα αλλά ως πολιτικό.
Το ερώτημα πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν είχε λείψει η μαζικότερη αντιδικτατορική εκδήλωση τίθεται επίμονα από λογής – λογής ανθρώπους.
Απ’ όσους ταράζονται όποτε κατεβαίνει ο λαός στον δρόμο, πόσω δε μάλλον όταν δεν καθοδηγείται κομματικά. Οι νοσταλγοί, εκδηλωμένοι ή μουλωχτοί, της επταετίας πασχίζουν – μισόν αιώνα ήδη – να αποδομήσουν, να ακυρώσουν το Πολυτεχνείο. Τα δε «προοδευτικά» κόμματα να το εναγκαλιστούν, να το υιοθετήσουν, να το στενέψουν. Μάταια. Το γεγονός ότι πολλοί από τους πρωτοστατήσαντες στην εξέγερση έγιναν αργότερα βουλευτές και υπουργοί ουδόλως σημαίνει πως όταν ρίσκαραν τη ζωή τους σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα ή μιλώντας στο ραδιόφωνο των «ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων» εφάρμοζαν τη γραμμή κάποιας ηγεσίας. Παιδιά ήταν. Φλεγόμενα παιδιά.
Υπάρχει και μια άλλη, ευγενέστερη κατηγορία που δυσανασχετεί όχι με το ίδιο το Πολυτεχνείο μα με την εκμετάλλευση, με τον ευτελισμό του. Δεν έχουν άδικο. Η 17 Νοέμβρη 1973 κακοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Κατέληξε φετίχ και πλυντήριο. Για εκείνους που στην Ελλάδα των «Ελλήνων Χριστιανών» έκαναν τον ψόφιο κοριό και μόλις έπεσε η χούντα, επαίρονταν ψευδώς «ήμουν κι εγώ εκεί!» – τόσες φορές το επανέλαβαν ώστε το πίστεψαν στο τέλος και οι ίδιοι. Για εκείνους που την κάθε δική τους κινητοποίηση – δίκαιη ή άδικη, σοβαρή ή φαιδρή – πασχίζουν να τη συνδέσουν με τον μύθο του Πολυτεχνείου. Που έφτασαν, ως ανιστόρητοι «Αγανακτισμένοι», να φωνάζουν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ’73», πως εκείνοι δήθεν θα ολοκλήρωναν τον αγώνα της Δαμανάκη και του Λαλιώτη, τους οποίους κατά τα άλλα βδελύσσονταν. Ακόμα και η φονικότερη τρομοκρατική συμμορία σφετερίστηκε το Πολυτεχνείο, ονομάστηκε «17Ν».
Βγάζω φλύκταινες βλέποντας τον κάθε δημαγωγό, χαλασοχώρη, σαλτιμπάγκο να πορεύεται προς την αμερικάνικη πρεσβεία ακολουθώντας τη ματωμένη σημαία. Μελαγχολώ με τον διδακτισμό και την αισθητική των εκδηλώσεων στα σχολεία. Αποκοιμιέμαι διαβάζοντας τις επίσημες ανακοινώσεις.
Ποτέ ωστόσο δεν θα συναινούσα στην κατάργηση της γιορτής του Πολυτεχνείου. Παρά τα παρατράγουδα και τα παράσιτα, το ωραίο μήνυμα εκπέμπεται. Οταν το άδικο απειλούσε να κανονικοποιηθεί, να πιάσει γερές ρίζες, κάποια φλεγόμενα παιδιά έριξαν μπουρλότο. Οταν θα θέλουν οι Ελληνες να καυχηθούν, «τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε.







