Από τώρα και ενόψει των εκλογών άρχισαν ήδη να φύονται πάλι διάφορες τροπικές εκδοχές υποψηφίων απομίμησης Μπιμπίλα: ορεινοί δικηγόροι, παραθαλάσσιοι ιατροί, και άλλες ποικιλίες που θέλουν κατά δήλωσή τους «να ασχοληθούν με την πολιτική». Λες και η πολιτική είναι κάτι σαν την ξυλογλυπτική, την μπακαλική, την αγγειοπλαστική κι έρχεται αίφνης ο κάθε έξωθεν να «ασχοληθεί» μαζί της – εν προκειμένω το ρήμα ασχολούμαι είναι προβληματικό νοηματικά, έως προσβλητικό. Ειδικά αν πρόκειται για την πολιτική που δεν είναι ούτε τσουκάλι για κατούρημα, ούτε χόμπι, ούτε πασαρέλα για να βγάλει κανείς τα απωθημένα αδικαίωτης Βουγιουκλάκη που ενδεχομένως κουβαλάει εντός του.

Και τι θα πει, ρε θείο, ξαφνικά, «θα ασχοληθώ με την πολιτική»; Τι είναι άραγε η πολιτική; Είναι κηπουρική; Είναι  μαγειρική; Είναι είδος γιόγκα; Είναι βλεφαροπλαστική; Είναι μοδιστρική; Ναι, αλλά εδώ στη Σαλονίκη λένε μια ρήση: «Το γουρούνι γίνεται μοδίστρα;». Ομως, και η κάθε μοδίστρα δικαιούται να «ασχοληθεί» με την πολιτική – φυσικά και μπορεί για να περνάει την ώρα της, ή για να σώσει τον λαό απ’ τους διεφθαρμένους, για να δοξαστεί ακόμα και ως Ρόζα, ως μαμά Τερέζα, ή Ζαν ντ’Αρκ. Ομως, κι αυτό για να γίνει δεν αρκεί να το λέει απλώς κάποια, ή κάποιος, αλλά να έχει και τα βασικά τάλαντα, τις γνώσεις, τη χάρη, και την εύνοια της συγκυρίας και των θεών. Αλλιώς, βράσ’ τα, Χαράλαμπε, και κάνε καμιά άλλη δουλειά, από το να πουλάς τσεβρέδες στη λαϊκή μέχρι να γίνεις καθηγητής σε κάποιο πανεπιστήμιο, ή ανακάλυψε τη ζωγραφική στα πενήντα σου και ζωγράφιζε νεκρές φύσεις με χρυσάνθεμα, όπως κάνουνε κάποιες καλές οδοντίατροι στην κρίση της τρίτης ηλικίας.

Βέβαια ο καθείς και η καθεμία εξ ημών και υμών ψάχνει κάποια δικαίωση, ειδικά αν υπήρξε ωραίος ή πολύ όμορφη στα νιάτα της και δεν μπόρεσε να γίνει ηθοποιός (ως άξιζε) λόγω του ότι έζησε στην επαρχία, έτυχε να είναι λίγο αισχυντηλή, ή, ως άντρας, δειλός και άχαρος, οπότε τώρα που οικονόμησε και έπιασε τα πενήντα, ζητάει μιαν επιπλέον, επίσημη καταξίωση στα μάτια του κόσμου: να γίνει τουλάχιστον βουλευτής στην κεντρική πασαρέλα και – ποιος ξέρει; –, αργότερα, μπορεί να καταλήξει μέχρι και… πρωθυπουργός, ή τουλάχιστον δημοτικός σύμβουλος στην κωμόπολη της Ουτοπίας.

Τι πάει να πει, λοιπόν, «θα ασχοληθώ με την πολιτική», όταν αυτή τη φράση την εκσφενδονίζουν άγευστοι του μετιέ, άσχετοι, αστοί ή επαρχιώτες πτυχιούχοι, μονοδιάστατοι πενηντάρηδες και απολύτως ασύμβατοι με την όντως πραγματικότητα, την Ιστορία και τη γνώση του σε ποια χώρα ζούνε – τι να εννοούν άραγε; Με ποια πολιτική, για ποιον λόγο, και ποιος τους το ζήτησε; Τα ερωτήματα τίθενται μόνα τους, διότι ήδη άρχισε κάποια κινητικότητα, και ουκ ολίγοι sui generis ζεσταίνουν τις μηχανές και ετοιμάζονται. Ενώ άλλοι έχουνε ήδη προσκολληθεί με μικρές ή μεγάλες προσδοκίες σε μεταχειρισμένες τσιπροκαταστάσεις (παρότι, όποτε έχουν πει κάτι στο παρελθόν, έχουνε πέσει πάντα έξω) και θα προκύψουν κι άλλοι, ένα σωρό, (χύμα στο «Κύμα») κι οσημέραι, διότι κάποιος κόσμος αντιμετωπίζει προβλήματα αυτοεικόνας, ειδικά αν έχει αρπάξει κάπως το σασί. Και ενόψει των εκλογών θα δούμε, αίφνης, ουκ ολίγους που θα θέλουνε κι αυτοί να μας σώσουν από τη διαφθορά, όπως τόσοι άλλοι στο παρελθόν που δοκίμασαν να μας γλιτώσουνε από τους Τούρκους, τους Σαρακηνούς, τους Βησιγότθους, απ’ τον ιμπεριαλισμό και τα κακά δαιμόνια. Κι ευτυχώς που δεν μας έσωσαν, αλλιώς θα είχαμε καταστραφεί.

Ολοι έχουμε προβλήματα, όλοι περνούμε κρίσεις, γινόμαστε φαλακροί, βγάζουμε αυτοάνοσα, κυτταρίτιδες, σκούρα στίγματα στο μέτωπο, ανεβάζουμε πίεση, θέλουμε να πλαγιάζουμε νωρίς. Αυτό τι σημαίνει, πως πρέπει να την πληρώσει η πολιτική; Οτι «θα ασχοληθούμε», αίφνης, «με την πολιτική» για να βρούμε κάποια παρηγοριά – το ακούς από χείλη παντελώς ασύμβατων με την όντως κατάσταση, με αφέλεια ή ναρκισσισμό στο μέγεθος της Νιγηρίας, και σοκάρεσαι. Κι όμως, θα πεις, στο παρελθόν, ανάλογες περιπτώσεις (όπως ο Λεβέντης και όχι μόνο), ψηφίστηκαν, έφτιαξαν  κόμμα, ή έγιναν ένδοξοι  υπουργοί σε στυλ Χαϊκάλη. Και πώς συνέβη τον παράδοξον;

Είναι γιατί υπάρχει πάντα κόσμος που ψάχνει να ψηφίσει κατ’ εικόνα και ομοίωση κι έτσι, ξαφνικά, ό,τι ενδεχομένως αντιμετώπιζαν ειρωνικά μερικοί κακόψυχοι σαν κι εμάς, το είδαν, αίφνης, να υπουργοποιείται. Ή να έχει εκλεγεί ένας ημισκούμπριος με ολόκληρο δικό του κόμμα και να κάθεσαι σαν χάχας να τον ακούς υποχρεωτικά. Αρα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την «πολιτική», όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, μπορεί να «ασχοληθεί» ο πάσα άσχετος και να εκλεγεί πανηγυρικά. Να βγει για παντελώς τρελούς λόγους που του έδωσαν κάποια δημοσιότητα και γιγάντωσαν τον ναρκισσισμό του. Οπότε, αφού όλα εκβάλλουν στην πολιτική όπου δεν υπάρχει ΑΣΕΠ και κανένα εξ υπαρχής κριτήριο εισόδου, ο κάθε πικραμένος μπορεί μα τρουπώσει και να γίνει γρήγορα ως και αντιπρόεδρος της Βουλής εν πλήρη δόξη. Αρκεί να υπάρχει επαρκές θράσος και απόλυτη έλλειψη αυτογνωσίας. Αυτά τα δύο προσόντα είναι βασικά της επιτυχίας.

Οπως λέμε, δηλαδή, με κάποια έννοια, να έχει αρπάξει το σασί.