Το ξέρουμε από τον καιρό του Αριστοφάνη. «Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα, όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά». Έτσι το τραγούδησε ο Σαββόπουλος στους δικούς του Αχαρνής.
Κάθε νέα γενιά προσλαμβάνει τον κόσμο διαφορετικά, μιλάει άλλη γλώσσα, πιστεύει σε διαφορετικές αξίες, ζει με άλλα πρότυπα από ό,τι η γενιά των γονιών της. Ιδίως σε καιρούς όπου τα πράγματα δεν κυλάνε αργόσυρτα, όπου οι αλλαγές γίνονται γρήγορα. Μα ποτέ, ως τη δεκαετία του ’60, αυτή η απόσταση ανάμεσα στις γενιές δεν μεγάλωσε τόσο ώστε να μοιάζει με άβυσσο. Τότε μπήκε πρώτη φορά στο λεξικό των κοινωνικών επιστημών ο όρος «χάσμα γενεών». Ήταν ο καιρός μιας επανάστασης. Οχι μόνον στους δρόμους του Μάη του ‘68 και στα κάμπους των πανεπιστημίων. Στις ιδέες, στα καθημερινά ήθη, στα ρούχα, στον ήχο της μουσικής. Προπάντων στον ήχο της μουσικής.
Ο κόσμος είχε αλλάξει πολύ από τον πόλεμο κι ύστερα. Η γενιά του μεταπολεμικού «μπουμ» στη Δύση μεγάλωνε σε έναν κόσμο ευημερίας πρωτοφανούς, που τον κυβερνούσαν όμως οι συντηρητικοί κανόνες και οι αξίες μιας γενιάς που είχε βγει φοβισμένη από την εμπειρία δύο πολέμων. Τα παιδιά του «μπουμ» ήταν αδύνατον να ανεχθούν να περιορίζονται στον ρόλο των υπάκουων νέων, που αναπαράγουν τα πατροπαράδοτα. Και είχαν τη δύναμη – και την αριθμητική δύναμη – να διεκδικήσουν την αλλαγή.
Οι κοινωνίες της Δύσης ήταν απίστευτα (με τα σημερινά μέτρα) νεανικές. Στην Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, το 45% του πληθυσμού ήταν κάτω των 25. Μα και στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν ξέσπαγε η νεανική εξέγερση κατά της δικτατορίας, κι όταν γεννιόταν το βαλκανικό ροκ του Σαββόπουλου, ένας στους τέσσερις ήταν μεταξύ 15 και 29 ετών. Οι κάτω των 30 ετών αντιπροσώπευαν το 45% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σχεδόν ένας στους δύο.
Κάπως έτσι, ένα ισχυρό κοινωνικό ρεύμα συναντήθηκε εκείνα τα χρόνια με τη μουσική ιδιοφυΐα εκείνων που ο Σαββόπουλος ονόμασε «θεϊκά τσογλάνια». Ηταν μια εποχή παλίρροιας. Και όπως, και πάλι, έλεγε ο Διονύσης, τα νερά ανέβηκαν πολύ ψηλά. Κι όταν υποχώρησαν άφησαν το σημάδι τους ψηλά στον βράχο, να το βλέπουμε. Από αυτό το πολιτιστικό big bang τρεφόμαστε ακόμη.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και με τον ίδιο τρόπο μάς τρέφει κι εκείνος, η μουσική και η ποιητική του. Γιατί στις εντελώς ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας, όπου ο εμφύλιος συνέχιζε να ρίχνει τη σκληρή σκιά του έως και μέσα στη δεκαετία του ’60, όλα έγιναν αλλιώς. Η έκρηξη ήρθε αργότερα, ήταν πιο σύντομη, εκδηλώθηκε με άλλους τρόπους. Αλλά είχε έναν εκφραστή, έναν σημαιοφόρο. Τον Σαββόπουλο.
Το «Φορτηγό» δεν ήταν ένας ακόμη δίσκος του «νέου κύματος». Το «Περιβόλι του Τρελλού», που γεννήθηκε τη χρονιά του Γούντστοκ, ήταν σαν συμμετοχή στη σκηνή του φεστιβάλ. Ο «Μπάλλος» και το «Βρώμικο Ψωμί» ήταν η ολοκλήρωση και ο θρίαμβος μιας επανάστασης που εορταζόταν ολόφωτη κάθε βράδυ στο Κύτταρο, μέσα στο σκοτάδι της δικτατορίας. Ηταν μια επανάσταση αντίστοιχη με εκείνη που είχε φέρει ο Χατζιδάκις το 1949, με τη θρυλική διάλεξη για το ρεμπέτικο και την εφαρμογή των ιδεών της στη μουσική του. Ή με εκείνη που είχε φέρει ο Μίκης με τον «Επιτάφιο».
Ο Σαββόπουλος – το έχουν τεκμηριώσει αρμοδιότεροι – δεν μετέφρασε τον ήχο της επανάστασης από τα αγγλικά στα ελληνικά. Εφηύρε μια ελληνική εκδοχή του. Πάντρεψε τα πιο διαφορετικά ρεύματα της ελληνικής παράδοσης με τον ηλεκτρισμό της ροκ. Κι αυτή η μοναδική συγκυρία που εξηγεί τη γέννηση του σαββοπουλικού μουσικού κόσμου είναι, νομίζω, και η εξήγηση για τη διαρκή της δύναμη και τη συγκίνηση που εξακολουθεί να μας προκαλεί.
Αν ο Σαββόπουλος έμενε εκεί, θα ήταν ήδη κάτι σπουδαίο για την πολιτιστική μας ταυτότητα. Αν συνέχιζε να επαναλαμβάνει τον εαυτό του στα κατοπινά χρόνια, θα πλήτταμε βέβαια, αλλά θα του το συγχωρούσαμε, θα τον χρησιμοποιούσαμε ως ελιξίριο νοσταλγίας. Θα ήταν για πάντα ο τροβαδούρος μιας επαναστατημένης γενιάς. Μα το μεγαλείο του είναι ακριβώς αυτό. Πως δεν συνέχισε να παίζει τα ίδια, παλιά ακόρντα στην κιθάρα του. Προτίμησε να ρισκάρει, να περιπλανιέται και να επανεφευρίσκει τον εαυτό του ξανά και ξανά, σε κάθε καινούργιο δίσκο. Τολμώντας να πηγαίνει και κόντρα στο ρεύμα, κόντρα και στο κοινό «του». Γιατί έτσι πίστευε. «Ή μιλάς της κάθε μιας γενιάς, καινούργιας και παλιάς, ή κλείνεις και σιωπάς».
Μου έκανε εντύπωση πώς, μέσα απ’ την ομίχλη που τον περιέβαλλε τα τελευταία χρόνια, έβρισκαν τον δρόμο να επικοινωνούν μαζί του, με τη μουσική του, και τα παιδιά της λεγόμενης γενιάς Ζ, εκείνα που γεννήθηκαν μεταξύ 1996–97 και 2010–12. Τα παιδιά της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και της κλιματικής καταστροφής. Λένε πως, ίσως, αυτή είναι, ή μπορεί να γίνει, η πρώτη πραγματικά εξεγερμένη γενιά στον κόσμο έπειτα από τις γενιές των 60s.
Μόνο που, στον δυτικό κόσμο, αν την εξέγερση των 60s τροφοδοτούσαν η αισιοδοξία, η αυτοπεποίθηση και η αίσθηση δύναμης μιας γενιάς, που ήταν κοινωνική πλειοψηφία, σήμερα την τροφοδοτεί μια αίσθηση αδυναμίας, μιας γενιάς με μικρότερο δημογραφικό και κοινωνικό αποτύπωμα (στην Ελλάδα σήμερα οι κάτω των 20 ετών είναι μόλις το 18%), που νιώθει ότι περνά απαρατήρητη, αόρατη.
Στον άλλο κόσμο, από το Νεπάλ ως το Περού κι από τη Μαδαγασκάρη ως το Μαρόκο, εξελίσσεται μια εξέγερση της γενιάς Ζ, με άλλα αιτήματα και άλλο πρόσημο. Με ό,τι συμβαίνει εδώ τη συνδέει μόνον το όχημα που οργανώνει την εξέγερση – τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν ενοποιεί τους διαφορετικούς κόσμους – όχι ακόμη τουλάχιστον – ένα ισχυρό πολιτιστικό διάβημα, όπως ήταν η μεγάλη μουσική των 60s ή η μουσική του πρώιμου Σαββόπουλου. Μέχρι να βρεθεί, θα τρώμε μαζί, εμείς του ’60 οι εκδρομείς κι εκείνοι, από το Βρώμικο Ψωμί.







