Ο Μαρξ θα σήκωνε τα χέρια ψηλά. Οχι μόνο γιατί ο συμπαθής «νοικοκυραίος» δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια από τις γνωστές κοινωνικές τάξεις. Αλλά και γιατί ο άνθρωπος που κάποτε ήταν ταυτισμένος με τον συμβιβασμένο και αδιάφορο ψηφοφόρο εξελίσσεται σήμερα στο αντικείμενο του πόθου όλων των κομμάτων, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.

Για την πρώτη, βέβαια, δεν είναι και τόσο περίεργη αυτή η στόχευση. Οι λέξεις «τάξη» και «ασφάλεια», που αφορούν θεωρητικά αυτήν ακριβώς την κατηγορία των αποτραβηγμένων ψηφοφόρων, στο δικό της πρόγραμμα παραπέμπουν. Γι’ αυτό ο Πρωθυπουργός ακολουθεί μια τόσο σκληρή γραμμή στο θέμα της μετανάστευσης. Γι’ αυτό άνοιξε, με κάπως αδέξιο τρόπο είναι αλήθεια, το θέμα της αστυνόμευσης του χώρου μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ο «νοικοκυραίος» δεν έχει πια υποτιμητική χροιά. Αντιθέτως, πιστεύεται ότι ανήκει στο 40% που είχε πάρει η ΝΔ το 2023 και έκτοτε έχει απομακρυνθεί. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί τρόπος να επαναπροσεγγιστεί.

Πιο σύνθετο είναι το πρόβλημα για το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά. Το πρώτο προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη «ρεαλιστική» και την «επαναστατική» του τάση. Οπως έχει δείξει όμως η εσωκομματική συζήτηση τόσο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια όσο και για τον Αγνωστο Στρατιώτη, η ισορροπία αυτή είναι εύθραυστη. Αν προστεθεί και η δυσκολία του κόμματος να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το αίτημα της σιωπηρής πλειοψηφίας για ασφάλεια δεν ικανοποιείται. Το ίδιο ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη στενή του σχέση με τους παλιούς ή νέους «Αγανακτισμένους». Είναι φανερό, άλλωστε, ότι η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να θολώσει τα νερά («Την οργή των νοικοκυραίων να φοβάστε» προειδοποιούσε την κυβέρνηση το 2021) δεν στέφθηκε από επιτυχία.

Η ουσία, εν τέλει, ίσως να βρίσκεται στο γεγονός ότι το μήλον της διακομματικής έριδος αλλάζει με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτή που μπορούν να παρακολουθήσουν τα κόμματα. Πενήντα χρόνια μετά την επίθεση που του έκανε ο Πάνος Τζαβέλλας («Εντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή, / έντρομε, άβουλε, συ φασουλή, / βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή, / άδειο πετσί χωρίς πνοή»), ο νοικοκυραίος παίρνει την εκδίκησή του.