Κυκλοφορώντας πρωί, αργά μετά το μεσημέρι ή και το βράδυ ακόμη με τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην πρωτεύουσα αισθάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά εκεί έξω. Οι επιβάτες στην πλειονότητά τους μοιάζουν αποκαμωμένοι. Οι κινήσεις τους παλεύουν να ισορροπήσουν, να ξεπεράσουν όρθιοι του τρένου την κίνηση και μαζί να προσέχουν τις τσάντες και τα όποια υπάρχοντά τους, μην είναι νωχελικές και τα πρόσωπα συνήθως σκυθρωπά, τα βλέμματα αδιάφορα και οι ανοχές στον διπλανό σχεδόν μηδενικές. Οι άνθρωποι μοιάζουν απορροφημένοι και βυθισμένοι στις σκέψεις τους, στα πολλά προβλήματα που πιθανώς τους συνοδεύουν και στις ματαιώσεις, προσωπικές και συλλογικές που μπορεί να αισθάνονται. Οι νεότεροι είναι απορροφημένοι στις οθόνες τους ή στους ήχους που τα υπερμεγέθη ακουστικά τους μεταφέρουν. Και οι μεγαλύτεροι που στριμώχνονται μην τους τύχει στη διαδρομή κανένας ταχυδακτυλουργός πορτοφολάς.

Οι περισσότερες εικόνες παραπέμπουν σε υπάρξεις καταδιωκόμενες, προβληματισμένες και εν πολλοίς απογοητευμένες. Ισως είναι ο καθημερινός κάματος, οι αγωνίες διαρκείας ή το σύνδρομο της μακροχρόνιας κόπωσης που στις μέρες μας πολλούς καταλαμβάνει. Οπως και να έχει σπάνια συναντάς πρόσχαρα, ευγενικά και καλοσυνάτα πρόσωπα. Αντιθέτως περισσεύουν οι εριστικές φιγούρες και οι αγριεμένες φάτσες που είναι έτοιμες να καβγαδίσουν δι’ ασήμαντον αφορμή. Και οι πολύβουοι δρόμοι αντίστοιχες εικόνες μεταφέρουν. Οι νταήδες και επιθετικοί οδηγοί τείνουν να επικρατήσουν εκτοξεύοντας ακατονόμαστες ύβρεις σε όποιον θεωρήσουν ότι τους κόβει τον δρόμο. Και δεν είναι οι μόνες. Απειρες ακόμη παραπέμπουν σε πρόσωπα αποξενωμένα από το κοινωνικό σώμα, κυριαρχούμενα από μια αμιγώς εγωπαθή στάση και συμπεριφορά, χωρίς κοινωνικές αναφορές.

Εύλογα διερωτάται κανείς τι άραγε συμβαίνει, τι προκαλεί τόση ένταση; «Στην εποχή του χιλιάρικου, που και αυτό με το ζόρι το βρίσκεις, δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε άλλο, γιατί απλούστατα δεν βγαίνει πέρα η ζωή» αποφαίνεται διαπρεπής δικαστικός που παρακολουθεί από κοντά τις ατομικές στάσεις και τις κοινωνικές συμπεριφορές. Και προσθέτει ότι «μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαιτέρως οι νέοι και ο μεγαλύτερος όγκος των μισθωτών, δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν των υψηλών ενοικίων και της βασανιστικής ακρίβειας και αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να επιβιώσουν». Για να συμπληρώσει ότι «γνωρίζω, λόγω επαγγέλματος, πολλούς νέους αστυνομικούς που τις νύχτες φυλάνε σπίτια πλουσίων για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και το πρωί δεν είναι σε θέση να κουνηθούν από το ξενύχτι έξω από τους ψηλούς και αφιλόξενους μαντρότοιχους». Και προφανώς δεν είναι οι μόνοι. Πλήθος χαμηλόμισθων εργαζομένων εξαντλείται δουλεύοντας διπλοβάρδια σε τούτους τους καιρούς της μεγάλης ακρίβειας και της εισοδηματικής καχεξίας.

Το χειρότερο από όλα σε αυτές τις συνθήκες της πικραμένης και εξουθενωτικής φτώχειας, επιμένει ο συνομιλητής μας, είναι ότι «τείνει να χαθεί η ελπίδα και η προοπτική μιας καλύτερης ζωής. Ο κόσμος παλεύει μόνος, πραγματικά ιδιωτεύει, δεν περιμένει τίποτε από πουθενά, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται πάθη και βάρη ασήκωτα, που αντανακλώνται στην προσωπική, στην οικογενειακή ζωή και κατ’ επέκταση στο κοινωνικό σώμα». Επιπλέον επικρατεί και αίσθημα συλλογικής ανημπόριας. Τα συλλογικά υποκείμενα είναι απαξιωμένα. Τα συνδικάτα διευθύνονται από συμβιβασμένες και τακτοποιημένες ηγεσίες που δεν δύνανται να διαμορφώσουν έστω συνθήκες υποτυπώδους διεκδίκησης. Μοιάζουν με τα παλαιά σωματεία-σφραγίδες που ακόμη και σε τούτους τους καιρούς της υψηλής κερδοφορίας των επιχειρήσεων ούτε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι σε θέση να κινήσουν, ούτε τις συλλογικές συμβάσεις να επαναφέρουν. Τα κόμματα επίσης δεν πείθουν, ούτε μοιάζουν να είναι σε θέση να κινητοποιήσουν τους πολίτες και να δημιουργήσουν περιβάλλον προσδοκιών κοινωνικής αλλαγής και μεταβολής των συνθηκών.

Η κυβέρνηση από την άλλη έχει καταχωριστεί στη συνείδηση των πολιτών ως επιμελήτρια της τρέχουσας κοινωνικής και οικονομικής συνθήκης και δεν έχουν να περιμένουν πολλά, πέρα από κηρύγματα εγκράτειας και υπομονής. Με αποτέλεσμα και αυτή να φθίνει και να αποξενώνεται παρότι προικοδοτείται από το πολιτικό έλλειμμα της αντιπολίτευσης. Είναι τούτα σημεία των καιρών λοιπόν. Η Πολιτική έχει χάσει το στοιχείο του ανταγωνισμού των δυνάμεων, η κυβέρνηση φαντάζει απρόσβλητη και ο λαός, χωρίς εκπροσώπηση, ιδιωτεύει, παλεύει μόνος και έρημος να ζήσει χωρίς βοήθειες και πρόνοιες ταιριαστές προς τον πλούτο της εποχής. Ομως έτσι μόνο τέρατα μας περιμένουν. Στην εποχή του χιλιάρικου μπορούν να συμβούν τα πάντα και δεν θα είναι τα καλύτερα όπως διδάσκει η Ιστορία.