Προχθές, Κυριακή, η φίλη που γιόρταζε μάς είχε καλέσει για φαγητό. Φροντίσαμε βέβαια να μη χρειαστεί να φύγουμε από το σπίτι πριν απ’ τη λήξη του ημιτελικού του Eurobasket. Και να γυρίσουμε έγκαιρα ώστε να προλάβουμε τουλάχιστον τους πανηγυρισμούς των νικητών του αγώνα Γερμανία – Τουρκία. Λάθος σκέψη. Ηδη πριν απ’ τις εννέα, οι μισοί από την παρέα είχαν βγάλει τα κινητά τους στο τραπέζι του εστιατορίου και, με το ένα μάτι, παρακολουθούσαν τον αγώνα. Και οι άλλοι μισοί ρωτούσαμε, κάθε τόσο, το αποτέλεσμα. Φυσικό η κουβέντα να γυρνά και να ξαναγυρνά στο μπάσκετ, τις μπασκετικές μας αναμνήσεις, τους αδελφούς Αντετοκούνμπο.
Εκεί λοιπόν διαπίστωσα πως αν και στην παρέα υπήρχαν πιο μπασκετόφιλοι από εμένα (πάντα προτιμούσα το ποδόσφαιρο) ήμουν η μόνη που θυμόμουν μετά βεβαιότητας ότι, εκτός από το 1987, είχαμε κερδίσει το χρυσό στο Eurobasket και το 2005, στο Βελιγράδι, με νίκη μάλιστα επί της Γερμανίας. Οχι από ειδικό ενδιαφέρον αλλά από «σπασικλίτιδα» λόγω επαγγέλματος. Και από την παράπλευρη λεπτομέρεια ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης έχει πάρει Euro και ως παίκτης και ως προπονητής.
Με απασχόλησε ο επιλεκτικός τρόπος με τον οποίον λειτουργεί η μνήμη. Τι είναι αυτό που μας κάνει να θυμόμαστε, σαν να ήταν χθες, τον θρίαμβο του 1987 και όχι αυτόν του 2005; Η απάντηση είναι αυτονόητη όταν συγκρίνουμε τις δύο εποχές. Το 1987 ήμασταν μία χώρα πάνω ακριβώς στο μετέωρο βήμα για να βγούμε από τη βαλκανική μας εσωστρέφεια. Με το βλέμμα στραμμένο στην Ευρώπη αλλά με ακόμη μεγάλη απόσταση από αυτό που θεωρούσαμε, τότε, τελικό προορισμό. Για να ανακαλέσουμε την εικόνα, δεν υπήρχε ακόμη ιδιωτική τηλεόραση.
Και, βεβαίως, τίποτα από τα σημερινά αυτονόητα. Ούτε Διαδίκτυο, ούτε κινητά, ούτε σόσιαλ, μην πω ότι ακόμη, στις δουλειές μας, πληρωνόμασταν με μετρητά από το λογιστήριο αφού δεν είχαμε εξοικειωθεί απόλυτα με τα ΑΤΜ και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Και, κυρίως, ήμασταν μια χώρα εκτός του «κεντρικού παιχνιδιού».
Ενώ θυμόμαστε πώς ήμασταν πριν από είκοσι χρόνια; Ζαλισμένοι ακόμη από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Με τον θρίαμβο της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού στο ποδόσφαιρο την προηγούμενη χρονιά. Με την Ελενα Παπαρίζου να έχει φέρει στην Ελλάδα και το «τιμημένο» της Γιουροβίζιον. Και με πολλά λεφτά στην τσέπη (που στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι ήταν σαν τα λεφτά της Monopoly). Στις κατσαρόλες των resort κόχλαζαν οι αστακομακαρονάδες. Οι παραγγελίες τζιπ είχαν πιάσει ταβάνι. Τα διακοποδάνεια έδιναν και έπαιρναν. Ο μέσος Ελληνας μόλις είχε εξορύξει εκ των έσω του έναν άφραγκο (στην πραγματικότητα) Ωνάση και όμνυε στη μνήμη του. Το χρυσό στο Εurobasket λοιπόν δεν ήταν παρά ένα ακόμη μετάλλιο από αυτά που είχαμε απονείμει οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Και με τούτα και με εκείνα, αναρωτιέμαι πώς θα γράψει στη συλλογική μας μνήμη η φετινή τρίτη θέση.
Ο Γιάννης και τ’ αδέλφια του
Τη σφραγίδα στη φετινή επιτυχία έχουν βάλει ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και τα αδέλφια του. Αυτοί οι υπέροχοι Ελληνες που, όπως έχω ξαναγράψει, είναι εδώ για να μας θυμίζουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.
Διάβαζα τη δήλωση του Γιάννη ότι αυτό το χάλκινο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα στη ζωή του, τον έβλεπα τυλιγμένο με την ελληνική σημαία, να κλαίει γι’ αυτό που προσέφερε «στην πατρίδα του». Το μεγαλύτερο επίτευγμα στη ζωή ενός ανθρώπου που, σε χρόνο ρεκόρ, πήγε την αξία του, τη φήμη του, το «έχειν» του από το μηδέν στο άπειρον. Στη ζωή του καλύτερου μπασκετμπολίστα στον κόσμο. Μόνο και μόνο επειδή ήταν «για την πατρίδα του».







