Παρά τη δημοκρατική κρίση στην οποία έχει οδηγήσει τη χώρα η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός προσωπικά, το χάσμα εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα πολιτικά πρόσωπα που διαχειρίζονται τις υποθέσεις του κράτους και τους πολίτες, την έκδηλη αλλοίωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, τις αλλεπάλληλες επιχειρήσεις συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών, τη συνεχόμενη πολιτική προστασία των εμπλεκόμενων στελεχών της κυβερνητικής παράταξης σε υποθέσεις όπως αυτή του ΟΠΕΚΕΠΕ, παρά τη στεγαστική κρίση, την ακρίβεια και όλα όσα αντιμετωπίζουν οι πολίτες στην καθημερινότητά τους, η κυβέρνηση διατηρεί σταθερά διψήφιο προβάδισμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ακόμα και τις πιο δυσμενείς για την κυβέρνηση.

Είναι προφανές ότι το προβάδισμα αυτό οφείλεται στην έλλειψη εναλλακτικής λύσης. Κανένα πολιτικό κόμμα από όσα ακολουθούν τη ΝΔ στις προτιμήσεις των πολιτών δεν υπερβαίνει το πλαφόν εκείνο που θα το έκανε ανταγωνιστική ως προς τη ΝΔ κυβερνητική επιλογή. Και αυτή την ευθύνη δεν την έχουν αναλάβει τα πολιτικά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ή και είναι στον χώρο της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Δεν έχουν σοβαρά αναρωτηθεί γιατί, παρά τα όσα πρωτάκουστα συμβαίνουν στον τόπο, η απόσταση που τα χωρίζει από την κυβερνώσα παράταξη παραμένει σταθερά απαγορευτική για την προβολή τους ως εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.

Νομίζω ότι ο κατακερματισμός των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, η απουσία ενός κοινού μετώπου στα μείζονα ζητήματα που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, η ασυμφωνία που επιδεικνύουν ακόμα και σε ζητήματα που συμφωνούν, οι αλληλοκατηγορίες και οι μεταξύ τους επικρίσεις ευθύνονται σημαντικά για τη δημοσκοπική πολιτική εικόνα. Οι πολίτες, με όσα δύσκολα βιώνουν, δεν μπορούν να εμπιστευθούν πολιτικούς αρχηγούς που προτιμούν ο καθένας και η καθεμιά το μαγαζάκι του/της και το κύριο μέλημά τους είναι ο συσχετισμός στο εσωτερικό της προοδευτικής παράταξης. Απαιτούν να υπερβούν τα κομματικά τους συμφέροντα για να διαμορφώσουν ένα κοινό μέτωπο απέναντι στις πολιτικές της ΝΔ. Αν το πράξουν, ενδεχομένως μπορούν και να κυβερνήσουν. Διαφορετικά, πώς να βαφτίσουν τους «κομματάρχες» «κυβερνήτες»;

Θα μου πείτε, δεν είναι εύκολο. Και θα έχετε δίκιο. Τα εμπόδια είναι πάρα πολλά. Εκτός από τον κομματισμό υπάρχουν και οι πολιτικές διαφορές στον λόγο και στις νοοτροπίες. Υπάρχουν και οι μνήμες. Και αυτές είναι πολύ δυνατές. Πώς να συμβιώσουν πολιτικοί αρχηγοί και κομματικά στελέχη που έχουν στο παρελθόν ανταλλάξει μεταξύ τους βαριές κατηγορίες; Πώς να συνυπάρξουν πολιτικά πρόσωπα που ξεκίνησαν μαζί και ακολούθησαν ανταγωνιστικές, ακόμα και πολεμικές, μεταξύ τους πολιτικές διαδρομές; Η απάντηση εδώ είναι μία. Διότι το απαιτούν οι καιροί. Και Μεσσίες δεν υπάρχουν. Και στην τελική, που θα έλεγε και η νεολαία, ας ξεκινήσουν όσοι και όσες επενδύουν στην κυβερνητική αλλαγή και μπορούν στη βάση να υπερβούν τις διαφορές. Οσοι και όσες μπορούν να επενδύσουν στην πρόσθεση και στον πολλαπλασιασμό και όχι στην αφαίρεση και στη διαίρεση. Η σύγκλιση εξάλλου δημιουργεί νέα δυναμική για όλα τα μέρη. Νέο πολιτικό λόγο, νέο πολιτικό ύφος, νέες ιδέες και προτάσεις. Και ενδεχομένως και νέα πρόσωπα. Δεν αποκλείεται να μας ξαφνιάσουν θετικά.

Αν η προοπτική αυτή ανοίξει, αν οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες για μια προγραμματική σύγκλιση αναληφθούν, ακόμα και αν δεν είναι κοινά αποδεκτές από το σύνολο της προοδευτικής αντιπολίτευσης, οι πολίτες, ελπίζω, και θα το αντιληφθούν και θα το εκτιμήσουν. Και ενδεχομένως να καθορίσουν στη βάση αυτή και τις προτιμήσεις τους. Θετικά για τις πολιτικές δυνάμεις που θα δεσμευθούν σε μια τέτοια προοπτική και αρνητικά για όσες την υπονομεύσουν. Και χρόνος πολύς δεν υπάρχει. Εξαντλείται.

Η Μαρία Ρεπούση είναι ιστορικός, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλατζάς