Οταν άρχισα να ξετυλίγω το νήμα αυτού του άρθρου, βρέθηκα αντιμέτωπος με το γνωστό πλέον αμείλικτο δίλημμα: Εχει νόημα να ξαναζωντανέψω τις ίδιες ιστορίες σκανδάλων που έχουν γραφτεί χιλιάδες φορές – από τη Novartis και τις υποκλοπές μέχρι τις επαναπροωθήσεις, το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, τον ΟΠΕΚΕΠΕ και, προσεχώς, το Ταμείο Ανάκαμψης; Στο επίκεντρο όλων αυτών των υποθέσεων δεν βρίσκεται απλώς η κακοδιαχείριση ή η διαφθορά, αλλά ένας αόρατος, πανίσχυρος ιμάντας: ο φόβος.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι το κυβερνών κόμμα αξιοποιεί τον φόβο όχι μόνο ως εργαλείο διαχείρισης κρίσεων, αλλά και ως μέσο επιβολής ελέγχου. Στην πράξη, όμως, ο ρόλος του φόβου έχει αρχίσει να μεταβάλλεται· δεν λειτουργεί απλώς κατασταλτικά, αλλά φαίνεται να στρέφεται εναντίον αυτών που τον επικαλούνται. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνεδρίαση της 30ής Ιουλίου, η οποία έβαλε οριστικό τέλος στην έρευνα για τις ευθύνες των Αυγενάκη – Βορίδη. Η απόφαση για επιστολική ψήφο δεν ήταν μόνο συνταγματική εκτροπή, αλλά και ένδειξη ότι, υπό το καθεστώς του φόβου μήπως ανακύψουν αντιρρήσεις εντός της ΝΔ, η ίδια η δημοκρατία τίθεται σε δεύτερη μοίρα.
Για να κατανοήσει κανείς πώς ο Πρωθυπουργός έφτασε σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημανθεί ότι η τακτική πειθάρχησης μέσω αφηγήματος «πόλεμος κατά των ξένων δυνάμεων» ή «τοξική αντιπολίτευση» χάνει σταδιακά τη συνοχή της. Οταν το αφήγημα εξαντλείται, η τελευταία λύση γίνεται η συνταγματική εκτροπή, ώστε να διασφαλιστεί η πολιτική επιβίωση.
Εντούτοις, η σταδιακή διάβρωση των θεσμών δεν άρχισε στις 30 Ιουλίου· εξελίσσεται εδώ και χρόνια. Πολλοί από εμάς, οι οποίοι επιστήσαμε την προσοχή στην παρακολούθηση των ΜΜΕ, στην «Ομάδα Αλήθειας», στον έλεγχο της ΕΥΠ και στις γενικότερες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χαρακτηριστήκαμε γραφικοί ή «τοξικοί». Ωστόσο, η σταδιακή κατίσχυση εξτρεμιστικών τάσεων (βλέπε ΛΑΟΣ) προμήνυε την έκπτωση των δημοκρατικών κανόνων εδώ και δεκαετίες.
Αυτή η ανάσχεση της δημοκρατικής δυναμικής δεν είναι άγνωστη στην Ευρώπη· το καθεστώς Μητσοτάκη, είτε το αποδέχονται εντός της ΝΔ είτε όχι, τείνει να ακολουθήσει ένα υβριδικό μοντέλο τύπου Ορμπαν. Οπως άλλωστε μετά το 2016 η Ουγγαρία υπέστη σταδιακή διάβρωση των ευρωπαϊκών αξιών – μέσω ελέγχου των μέσων ενημέρωσης, συνταγματικών παρεκτροπών και καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων – έτσι και εδώ βλέπουμε παρόμοιες πρακτικές να κλιμακώνονται· υπενθυμίζοντας ότι ένα μετασοβιετικό καθεστώς δύσκολα ταυτίζεται με τα ιδανικά που υπερασπίζεται η ΕΕ. Το ίδιο θα μπορούσε να τονιστεί και για το μοντέλο δημοκρατίας της Ελλάδας.
Το άθροισμα όλων των άνωθεν φόβων δημιούργησε, λοιπόν, ένα αυτοτροφοδοτούμενο τέρας· ένα περιβάλλον όπου κανένας υπουργός ή βουλευτής δεν μπορεί να ξεφύγει από το κύμα αδιαφάνειας και φόβου που έχει εγκαθιδρυθεί. Είναι άπαντες πλέον κομμάτι του. Η πολιτική κληρονομιά αυτής της πενταετίας κινείται σε μονοπάτια σκοτεινά και απροσπέλαστα. Η απάντηση στον φόβο παραμένει υπό διαμόρφωση· ωστόσο, απαιτείται άμεσα ένα νέο μεγάλο αφήγημα (όπως συχνά το επισημαίνει και ο φιλόσοφος δρ Νίκος Ερηνάκης), προκειμένου η χώρα να αποφύγει την ολιγωρία και να μην ξεπέσει ακόμα πιο βαθιά σε αχαρτογράφητα νερά.
Ο δρ Γιώργος Σαμαράς είναι επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο King’s College London







