Ο ενωσιακός νομοθέτης κατέληξε στη θέσπιση Κανονισμού για τη ρύθμιση της ΤΝ, τη λεγόμενη AI Act. Θα ανέμενε κανείς ο Κανονισμός να χαίρει ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής και να μη χρειάζεται η ενσωμάτωσή του στην ελληνική έννομη τάξη με νόμο, όπως απαιτείται για μια Οδηγία. Τίποτα, όμως, στη ζωή μας δεν είναι άσπρο ή μαύρο, τα περισσότερα πράγματα συνιστούν μια απόχρωση του γκρι και αυτή την γκρίζα απόχρωση έχει και ο Κανονισμός, ο οποίος καταλείπει τη διακριτική ευχέρεια στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν σε ορισμένα ζητήματα τις δικές τους επιλογές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μέτρο της βιομετρικής ταυτοποίησης.

Η βιομετρική ταυτοποίηση συνίσταται στην αυτοματοποιημένη αναγνώριση σωματικών, φυσιολογικών, συμπεριφορικών ή ψυχολογικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών με σκοπό τη διαπίστωση της ταυτότητας ενός φυσικού προσώπου μέσω της αντιπαραβολής των βιομετρικών δεδομένων τού εν λόγω ατόμου με βιομετρικά δεδομένα ατόμων που είναι αποθηκευμένα σε βάση δεδομένων. Οι Αρχές επιβολής του νόμου χρησιμοποιούν συστήματα ταυτοποίησης όταν συγκρίνουν μια συλλεγμένη εικόνα με μια υπάρχουσα βάση δεδομένων, όπως μια βάση δεδομένων με φωτογραφίες καταζητούμενων ή κατόχων αδειών οδήγησης. Το σύστημα σαρώνει τη νέα εικόνα (πιθανώς από μια μαγνητοσκοπημένη λήψη από δημόσιο χώρο ή μια εικόνα από μια κάμερα σε ζωντανή μετάδοση από το σημείο του συμβάντος), δημιουργεί ένα πρότυπο και στη συνέχεια προσπαθεί να το αντιστοιχίσει με ένα προηγουμένως καταχωρισμένο άτομο. Δεδομένου ότι το πρόσωπο είναι ένα μοναδικό μέρος του ανθρώπινου σώματος που συνδέεται στενά με την προσωπική, κοινωνική και θεσμική ταυτότητα, όποιος ελέγχει την τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου ασκεί τεράστια εξουσία.

Ενα από τα βασικά γνωρίσματα του Κανονισμού για την ΤΝ είναι η κατηγοριοποίηση των κινδύνων. Η βιομετρική ταυτοποίηση αποτελεί καταρχήν μη αποδεκτό κίνδυνο, που δεν ανέχεται ο Κανονισμός. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται κυρίως α) για λόγους εθνικής ασφάλειας, β) στοχευμένης αναζήτησης συγκεκριμένων θυμάτων απαγωγής, εμπορίας ανθρώπων, γ) πρόληψης πραγματικής και υπαρκτής ή πραγματικής και προβλέψιμης απειλής τρομοκρατικής επίθεσης, δ) εντοπισμού ή ταυτοποίησης προσώπου ύποπτου για την τέλεση αξιόποινης πράξης. Εν ολίγοις, η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη είναι μεγάλη και εναπόκειται σε εκείνον να αποφασίσει τι είδους νομοθεσία επιθυμεί. Μια παράμετρος για τη λήψη της απόφασης του νομοθέτη είναι αν επιθυμεί μια δομημένη νομοθεσία βοηθητική για τις αστυνομικές Αρχές ή μια χαλαρή νομοθεσία μη συνδράμουσα την αστυνομία με αποτέλεσμα η τελευταία να επικουρείται από άλλα ημίμετρα. Μερικά από αυτά είναι οι παράνομες κάμερες ιδιωτών μη λειτουργούσες κατά τρόπο βοηθητικό για τα δικαιώματα των πολιτών.

Ο Κανονισμός εισάγει απαγόρευση των συστημάτων βιομετρικής αναγνώρισης σε πραγματικό χρόνο, όταν τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε δημόσια προσβάσιμους χώρους. O όρος της δημόσιας προσβασιμότητας σημαίνει ότι κάθε άτομο μπορεί να επισκεφθεί τον χώρο, όπως για παράδειγμα μια δημόσια αγορά. Επιπλέον, απαγορεύει τη χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπουν τη βιομετρική κατηγοριοποίηση φυσικών προσώπων με βάση ορισμένα στενά καθορισμένα χαρακτηριστικά. Εισάγει μερική απαγόρευση της ατομικής προληπτικής αστυνόμευσης. Η απαγόρευση καλύπτει συστήματα που αξιολογούν ή προβλέπουν τον κίνδυνο ενός φυσικού προσώπου να διαπράξει ποινικό αδίκημα, με βάση αποκλειστικά το προφίλ ενός φυσικού προσώπου ή την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων της προσωπικότητάς του. Η χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης που υποστηρίζουν την ανθρώπινη αξιολόγηση της εμπλοκής σε ένα έγκλημα που έχει πράγματι διαπραχθεί επιτρέπεται, καθώς αυτό δεν θεωρείται πρόβλεψη αλλά αξιολόγηση βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων που συνδέονται άμεσα με μια πραγματική εγκληματική δραστηριότητα

Η προστασία από τη βιομετρική παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας φαίνεται να προάγει τα συμφέροντα του κράτους, η κατάχρηση, όμως, της εξαίρεσης αυτής δύναται να προκαλέσει ιδιαίτερο προβληματισμό. Πρόκειται για μια έννοια ασαφή καθώς υφίσταται αδυναμία αντικειμενικής εκτιμήσεως του αν συντρέχει και από πού «άμεση απειλή» της. Η «εθνική ασφάλεια» αφορά την προστασία της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους που υπονομεύουν την εθνική της ανεξαρτησία ή την εδαφική της ακεραιότητα ή τις ειρηνικές σχέσεις με άλλες χώρες ή τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα (π.χ. εκμετάλλευση κηρυγμένων ΑΟΖ). Ο όρος συνάπτεται με την υπόσταση του κράτους στις εξωτερικές του σχέσεις και επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις των εξωτερικών σχέσεων με άλλα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς.

Η εθνική ασφάλεια ως περιορισμός πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας ενόψει του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει. Πλούσια στον τομέα της συνδρομής εθνικής ασφάλειας είναι η νομολογία του ΕΔΔΑ. Το Δικαστήριο, ενώ αναγνωρίζει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στις εθνικές έννομες τάξεις ως προς τα μέτρα που επιλέγουν για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, επισημαίνει εντούτοις εμφατικά ότι πρέπει να διερευνάται επαρκώς από τις αρμόδιες Αρχές η ύπαρξη της «πιεστικής ανάγκης» που στοιχειοθετεί λόγο εθνικής ασφάλειας.

Κοντολογίς, η βιομετρική παρακολούθηση επιτρέπεται σε περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, οι οποίες πρέπει να προσδιοριστούν νομοθετικώς με ακρίβεια. Για την επιτυχή ενσωμάτωση των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης στην επιβολή του νόμου απαραίτητες κρίνονται η εμπιστοσύνη και η αποδοχή του κοινού. Για αυτόν τον λόγο καθίσταται αναγκαία η επένδυση στη συμμετοχή της κοινωνίας, την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίηση των πολιτών και τους μηχανισμούς ανατροφοδότησης.

Η Φερενίκη Παναγοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου