Είμαι της γνώμης ότι το διάβασμα δεν έχει εποχικότητα, να του φορέσεις το θέρος ψαθάκι και τον χειμώνα σκουφί. Κατέληξα σ΄αυτό το συμπέρασμα ύστερα από πολύ χαμένο χρόνο και πολλή τσαντίλα, τότε που προσπαθούσα να καταναλώσω τα «εύπεπτα» που μάζευα για μια στιγμή ανάγκης, όπως είναι το καλοκαίρι, και τι κατάλαβα; Με το μη ψυχαγωγικό διάβασμα γίνεσαι βέβαια ο σπαστικός της παρέας, για μένα όμως η non fiction ανάγνωση είναι το απόλυτο αγχολυτικό. Να βγάλει επιτέλους τον σκασμό το συναίσθημα και να ξεσκουριάσει η νόηση, κι ας μην έχω κουκούτσι θετικό μυαλό. Πάει καιρός από τότε που μου τη σβούρηξε να διαβάσω Κβαντική Φυσική πάνω στην αιώρα – σάμπως και μου έμεινε τίποτα εκτός από ένα τεράστιο ευφορικό κύμα; Καβάλα στο ίδιο κύμα βρίσκομαι και τώρα γιατί οι στοίβες μου με τα αδιάβαστα μου έβαλαν φέτος στο χέρι ένα βιβλιαράκι που το βλέπουν οι φίλοι μου και φτύνουν τον κόρφο τους. Λέγεται «Οι αυτοκτονίες των γυναικών στην Ελλάδα με την έλευση του 20ου αιώνα» των εκδόσεων ΕΣΤΙΑ. Τη συγγραφέα του, Σοφία Τατίδου, δεν την ξέρω, ξέρω όμως ότι έχει νόημα να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Τότε που τα κορίτσια, όταν έχαναν την τιμή τους, ο μόνος τρόπος για να συγκινηθεί η κοινωνία ήταν να αυτοκτονήσουν κι ο μόνος τρόπος να θεωρηθούν και μετά θάνατον τσούλες ήταν να τις σκοτώσει ο αδελφός ή ο πατέρας τους. Το θέμα είναι πολυδιάστατο, διάλεξα όμως κάτι που σήμερα φαντάζει αδιανόητο, αλλά για ελάτε στη θέση τους.
Ο φοβερός και τρομερός διευθυντής της Αστυνομίας Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, έμπιστος του Βενιζέλου παρακαλώ, κάνει θαύματα στην «ηθικοποίηση» των λαϊκών στρωμάτων στρώνοντας στο κυνήγι κάθε γυναίκα που κυκλοφορούσε μετά τη δύση του ηλίου.
Την συνελάμβαναν, την οδηγούσαν επιτόπου στον γιατρό, κι αν η εξέταση έδειχνε ότι η παρθενία της είχε κάνει φτερά, την έστελναν να δουλέψει στα Βούρλα, περιοχή της Δραπετσώνας με εβδομήντα δημοτικούς οίκους ανοχής. Αιωνία η μνήμη όσων «δημοτικών υπαλλήλων» φούνταραν από τα παράθυρα. Εν τω μεταξύ η διαπλοκή της Αστυνομίας με αυτό που λέμε σήμερα «τράφικινγκ» γιγαντωνόταν.







