Εξαιρετικά ανισόρροπη χαρακτηρίζει τη συμφωνία για τους δασμούς μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο Αντρέ Σαπίρ, ανώτατος συνεργάτης του Bruegel στις Βρυξέλλες. Ο βέλγος οικονομολόγος, ο οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με εμπορικά θέματα, αμφισβητεί ότι η συμφωνία παρέχει βεβαιότητα στην Ευρώπη, ενώ θεωρεί ότι η ασάφεια που τη συνοδεύει μπορεί να οδηγήσει τον Τραμπ εν ευθέτω χρόνω να υποστηρίξει ότι η ΕΕ δεν τηρεί τη συμφωνία και να την ακυρώσει.

Ποια είναι η εκτίμησή σας για τη συμφωνία για τους δασμούς μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ;

Πρώτον, με βάση αυτά που γνωρίζουμε, καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία που δεν γνωρίζουμε, κάτι που αποτελεί μια από τις δυσκολίες εκτίμησης της συμφωνίας, είναι λίγο-πολύ αυτό που αναμενόταν. Δασμοί στο 15% σε όλους τους τομείς, με κάποιες εξαιρέσεις προς τα πάνω ή προς τα κάτω και κάποια αόριστη δέσμευση για αγορές στον τομέα της ενέργειας, τον στρατιωτικό εξοπλισμό και επενδύσεις από την ΕΕ. Από εκεί και πέρα, τα πιο σημαντικά, τι θα γίνει για παράδειγμα με τον χάλυβα, τι θα γίνει με τα φαρμακευτικά προϊόντα, είναι εντελώς ασαφή. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει ακόμη να διευθετηθούν. Οπως αναμενόταν, πρόκειται για μια εντελώς ανισόρροπη συμφωνία. Η ΕΕ θα κάνει πολλά και τι παίρνει σε αντάλλαγμα; Τίποτα. Αυτό λοιπόν αποκαλεί ο Τραμπ δίκαιη συμφωνία. Η πρώτη διαπίστωση λοιπόν είναι ότι είναι μια εξαιρετικά ανισόρροπη, αλλά όχι απροσδόκητη συμφωνία. Δεύτερον, υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα για το τι σημαίνει αυτή η συμφωνία. Ποια είναι η νομιμότητά της;. Οχι μόνο δεν έχουμε κείμενο, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ τι είδους ρυθμίσεις έχουν γίνει. Δεν είναι μια συμφωνία (agreement), απλώς μια συναλλαγή (deal) που έγινε σε μία ώρα. Η κατάσταση είναι φριχτή. Είχαμε επιλογή; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Ηταν η απειλή για δασμούς στο 30% αληθινή; Ισως ήταν απλώς ένας τρόπος για τις ΗΠΑ να κάνουν την Ευρώπη να καταπιεί ένα πικρό χάπι. Ισως η κατάσταση να ήταν χειρότερη, αλλά δεν μπορώ να αποκαλέσω το αποτέλεσμα αυτό καλή συμφωνία.

Κατά την Κομισιόν, η συμφωνία αυτή διασώζει το εμπόριο και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για τις σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ.

Ανοίγει ένα θλιβερό κεφάλαιο. Η συμφωνία είναι πολύ κακή και το γνωρίζαμε από την αρχή. Ηταν σαφές. Αλλά σε αυτό που αντιτίθεμαι είναι η προσπάθεια να της δώσουμε μια θετική χροιά. Είναι κάτι που δεν μπορώ να δεχτώ.

Ομως, κατά την πρόεδρο της Κομισιόν, η συμφωνία παρέχει βεβαιότητα. Ηταν τα πρώτα λόγια της Φον ντερ Λάιεν αμέσως μετά τη συνάντησή της με τον Τραμπ.

Δεν γνωρίζουμε καν τι υπάρχει στη συμφωνία. Τι είδους βεβαιότητα είναι λοιπόν αυτή; Για ορισμένες εισαγωγές από τις ΗΠΑ οι δασμοί είναι μηδενικοί. Ποια προϊόντα αφορούν; Πού είναι η λίστα των προϊόντων αυτών; Υπάρχει αναφορά σε αγορά αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού, όμως ταυτόχρονα λέμε ότι η ΕΕ δεν ασχολείται με την προμήθεια όπλων, αφορά τα κράτη-μέλη. Το ίδιο και όσον αφορά την αγορά ενέργειας ύψους 750 δισ. δολ. Η Κομισιόν λέει ότι δεν αγοράζουμε ενέργεια, αγοράζουν οι εταιρείες. Παράλληλα, το ποσό είναι εξαιρετικά υψηλό, πώς θα αγοράσουμε τόση ενέργεια; Αβεβαιότητα επικρατεί και στο ζήτημα των 600 δισ. δολ. (ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ). Ολα δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα. Δεν υπάρχει αξιοπιστία στη δήλωση αυτή. Ο Γιούνκερ (ως πρόεδρος της Κομισιόν) έκανε μια συμφωνία με τον Τραμπ. Ηξερε τότε ο ίδιος, αλλά και ο Τραμπ, ότι δεν υπήρχε συναίνεση. Ετσι, ο καθένας κήρυξε νίκη. Ισως να ισχύει το ίδιο και αυτή τη φορά. Αλλά μπορεί να αποτελέσει ζήτημα όταν μια μέρα, σε έξι μήνες για παράδειγμα, ο Τραμπ, για οποιονδήποτε λόγο, ξυπνήσει ένα πρωί και πει «μου είπατε ψέματα, δεν τηρείτε τη συμφωνία και ολόκληρη η συμφωνία ακυρώνεται». Βεβαιότητα, και μάλιστα σύντομα, θα υπάρξει όσον αφορά το ύψος των δασμών που θα εφαρμοστούν στα προϊόντα, διότι ο τελωνειακός υπάλληλος στις ΗΠΑ θα πρέπει να γνωρίζει ποιον δασμό να εφαρμόσει.

Είναι δυνατόν να εκτιμηθούν οι συνέπειες από τώρα;

Είναι δύσκολο να καθορίσουμε τις συνέπειες τώρα. Για ορισμένες εταιρείες δεν θα υπάρξει μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον τρέχοντα δασμό του 10%. Αλλά για κάποιες άλλες και ιδίως για τις μικρότερες εταιρείες οι συνέπειες μπορεί να είναι μεγαλύτερες, ανάλογα με την ελαστικότητα της ζήτησης. Αλλες εταιρείες σε κάποιο στάδιο θα απευθυνθούν στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών ζητώντας επιδότηση έναντι πιθανής χρεοκοπίας. Θα πρέπει κανείς, όμως, να εξετάσει τις επιπτώσεις προϊόν προς προϊόν, χώρα προς χώρα, εταιρεία προς εταιρεία. Ακόμα και στην ίδια χώρα μπορεί να υπάρχουν διαφορές μεταξύ διαφορετικών εταιρειών, μικρών ή μεγαλύτερων.

Στο πεδίο της τεχνολογίας, με βάση τη συμφωνία, η ΕΕ φαίνεται να προσανατολίζεται προς τα αμερικανικά τσιπ. Πώς βλέπετε την προοπτική αυτή και έναντι της Κίνας;

Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η ΕΕ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές τσιπ, κυρίως από την Κορέα και την Ταϊβάν. Το ζήτημα για την Ευρώπη ήταν να αυξήσει και με τη συμβολή πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού την ικανότητα παραγωγής τσιπ εντός της ΕΕ. Αποφασίσαμε, για λόγους ανθεκτικότητας να έχουμε μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή. Το γεγονός ότι θα εισάγουμε περισσότερους ημιαγωγούς, περισσότερα τσιπ από τις ΗΠΑ, θα γίνει εις βάρος της παραγωγής στην ΕΕ, όχι εις βάρος της Κίνας. Είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που κάνει η ΕΕ τα τελευταία χρόνια.

Αντίστοιχο επιχείρημα αφορά και την ενέργεια; Οτι δηλαδή με την αγορά ενέργειας 750 δισ. δολ. αυξάνουμε την εξάρτησή μας από τις ΗΠΑ αντί να ενισχύουμε την ευρωπαϊκή ανθεκτικότητα και ενεργειακή ανεξαρτησία;

Σωστά.

Θα αποδεχτούν τα κράτη-μέλη αυτή τη συμφωνία; Ο γάλλος πρωθυπουργός Μπαϊρού άσκησε σκληρή κριτική.

Υποθέτω ότι τα κράτη-μέλη είχαν ενημερωθεί και ήταν υπέρ του 15%. Ηταν προφανές ότι μετά τη συμφωνία των ΗΠΑ με την Ιαπωνία η ΕΕ θα λάμβανε κάτι ανάλογο. Οι Γάλλοι πιθανότατα δεν ήταν υπέρ της προοπτικής αυτής. Κράτη-μέλη όπως η Ιταλία και η Γερμανία και πιθανώς οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ήταν υπέρ.