Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στα Σκόπια, κομμάτι τότε της Γιουγκοσλαβίας. Η οικογένειά του ήταν Εβραίοι Σεφαρδίτες, είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία το 1492 επειδή αρνήθηκαν να προσηλυτιστούν στον χριστιανισμό. Κατέφυγαν αρχικά στη Βερόνα, εκεί άλλαξαν και το επώνυμό τους σε Αντιτζες, από τον ποταμό Αντιτζε, πιο γνωστό στα ελληνικά ως Αδίγη. Αρχές του 16ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που αποκαλείται σήμερα Βόρεια Μακεδονία.
Τον Μάρτιο του 1943, όταν ο Ιτσακ Αντιτζες ήταν έξι χρόνων, όλοι οι Εβραίοι της περιοχής, και οι 7.153, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειάς του, φυλακίστηκαν από τους βούλγαρους κατακτητές στο Monopol, ένα εργοστάσιο καπνού που χρησιμοποιούνταν ως προσωρινό στρατόπεδο. Ολοι, εκτός από 12 οικογένειες, κατέληξαν στους φούρνους του Τρεμπλίνκα. Οι παππούδες, οι θείοι και οι θείες και τα ξαδέρφια του Ιτσακ από την πλευρά της μητέρας του, συνολικά 133 μέλη της διευρυμένης οικογένειάς του, χάθηκαν.
Ο ίδιος, οι γονείς του και οι παππούδες του από την πλευρά του πατέρα του, καθώς και 12 ακόμα οικογένειες, σώθηκαν για έναν πολύ ασυνήθιστο λόγο. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ο ισπανός πρόξενος στη Γιουγκοσλαβία ανακάλυψε πως η εβραϊκή κοινότητα της τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας μιλούσε ακόμα τη Λαντίνο, μια διάλεκτο καστιλλιάνικων ισπανικών με πολλά εβραϊκά στοιχεία. Επεισε λοιπόν την ισπανική κυβέρνηση να τους δώσει ισπανικά διαβατήρια. Ο πατέρας του Ιτσακ, ο Σάλαμον (Μόνι) Αντιτζες, δέχθηκε ένα. Οταν η οικογένεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης και αφού η Ισπανία ήταν φίλα προσκείμενη στη Γερμανία, όσοι είχαν ισπανικά διαβατήρια μπόρεσαν να φύγουν.
Οι Αντιτζες διέφυγαν στην Αλβανία, με τη βοήθεια λαθρεμπόρων. Προσποιήθηκαν πως ήταν μουσουλμάνοι της Βοσνίας που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από κάποια βεντέτα. Ο πατέρας του Ιτσακ γνώριζε πως, σύμφωνα με μία μουσουλμανική παράδοση, αν κάποιος σκοτώσει κάποιον, ακόμα και κατά λάθος, τότε η οικογένεια του θύματος έχει υποχρέωση να σκοτώσει κάποιον από την οικογένεια του θύτη· αν όμως η οικογένεια του θύτη καταφέρει να ξεφύγει, τότε οι άλλοι μουσουλμάνοι έχουν χρέος να την κρύψουν. Για δύο ολόκληρα χρόνια, λοιπόν, κι ενώ ιταλοί φασίστες παραμόνευαν στις ορεινές περιοχές της Αλβανίας, οι Αντιτζες βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι των αδελφών Αλί και Ρατζίμπ Μπραΐμι, σε ένα απομονωμένο χωριό της χώρας – τους μετέφερε εκεί ένας τοπικός καδής, μουσουλμάνος ιερέας. Στην πραγματική ζωή, ο πατέρας του Ιτσακ ήταν σχεδόν αναλφάβητος. Στο χωριό όμως παρουσιάστηκε ως γιατρός και, βάζοντας το μυαλό του να δουλέψει, βοήθησε πολύ κόσμο – σε αντάλλαγμα, τους έδιναν τρόφιμα.
Μετά τον πόλεμο, το 1948, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Ισραήλ. Ο Ιτσακ Αντιτζες υπηρέτησε στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του κι έπειτα, έχοντας το αγαπημένο του ακορντεόν στις αποσκευές του και μόλις 50 δολάρια στην τσέπη, ταξίδεψε στις ΗΠΑ. Η πορεία του αποδείχθηκε λαμπρή. Κατάφερε να πάρει διδακτορικό στις επιχειρήσεις από το Πανεπιστήμιο Columbia, δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια, ίδρυσε το Adizes Institute, έναν συμβουλευτικό οργανισμό με γραφεία σε ολόκληρο τον κόσμο, έγραψε επτά βιβλία που μεταφράστηκαν σε 22 γλώσσες, συμβούλευσε πρωθυπουργούς και προέδρους. Εκανε σπίτι του την Καλιφόρνια και απέκτησε, με τη γυναίκα του, έξι παιδιά.
Το 1996, πενήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, μια ισραηλινή εταιρεία παραγωγής πήρε τον Ιτσακ Αντιτζες και την οικογένειά του πίσω στην Αλβανία, στο χωριό όπου είχε κρυφτεί – γύριζαν ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, με τίτλο «Εγώ θέλω να θυμάμαι, εκείνος θέλει να ξεχάσει». Ο Ιτσακ συνάντησε ξανά τους αδελφούς Μπραΐμι. Και προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε πως ούτε ο καδής ούτε εκείνοι είχαν πιστέψει, έστω για μία στιγμή, πως ήταν μουσουλμάνοι της Βοσνίας. Γνώριζαν πως ήταν Εβραίοι, όπως γνώριζαν πως ο πατέρας του δεν ήταν γιατρός. Αλλά δεν το είπαν ποτέ σε κανέναν. Τους είχαν αφήσει να προσποιούνται και τους είχαν αφήσει να επιζήσουν. Προ διετίας, μάλιστα, ο Ιτσακ Αντιτζες πρότεινε να ανακηρυχτούν οι αδελφοί Μπραΐμι Δίκαιοι των Εθνών.
O Ιτσακ Αντιτζες είναι σήμερα 88 χρόνων. Και είναι η πρώτη φορά που υπογράφει άρθρο στη “Haaretz”. Το έκανε γιατί ήθελε να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του, και δη την ηγεσία του Ισραήλ, πως «φτηναίνουν τη λέξη» και «αφαιρούν από τον όρο όλη του τη δύναμη» όταν σπεύδουν να κατηγορήσουν για αντισημιτισμό όποιον υψώνει τη φωνή του για να πει τα προφανή, να καταγγείλει τις θηριωδίες που διαπράττονται στη Γάζα. «Γνωρίζοντας πως αυτός ο πόλεμος μπορεί να σταματήσει», γράφει, «πώς μπορεί κανείς να μένει σιωπηλός;». Ομως «αν φωνάξω», συνεχίζει, «θα με πουν αντισημίτη. Ενας αντισημίτης επιζήσας του Ολοκαυτώματος; Πόσο τραγικό και παράλογο».
Οσο τραγικό, και γελοίο, είναι να φωνάζει κανείς για τις αντιισραηλινές διαμαρτυρίες στη Σύρο και αλλού ενώ δεν έχει βρει κουβέντα να πει για τον μαζικό λιμό που επιβάλλει το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας. Δικαίως θυμώνει για τη Σύρο, μην παρεξηγηθούμε. Ή μάλλον όχι: δικαίως θα θύμωνε για τη Σύρο αν είχε ήδη εξοργιστεί για τη Γάζα. Ολα τα άλλα είναι μισαλλοδοξίες, και μάλιστα κακομεταμφιεσμένες.







