Παιγνιωδώς πώς, αναφέραμε παλιότερα αυτή την έκφραση που ήταν της μόδας σε κάθε περίπτωση αμφίβολης έκβασης κάποιας υπόθεσης: η νεκροψία θα δείξει. Ομως η νεκροψία δεν δείχνει πάντα, διότι δεν υπάρχει αυτοφυής νεκροψία, αλλά αναπόφευκτα κάποιος ιατροδικαστής, δηλαδή ένα πρόσωπο που κρίνει και δεν πέφτει πάντα μέσα, για να το διατυπώσουμε επιεικώς. Ο θάνατος είναι αντικειμενικός, η νεκροψία υποκειμενική. Και είναι υποκειμενική διότι δεν αρκεί το πτυχίο, που τελικά, είναι το λιγότερο σημαντικό, όπως σε όλες τις δουλειές.
Δύσκολη δουλειά, άχαρη, εκείνη του ιατροδικαστή – ο μόνος που μετράει την εργασία του σε ανθρωποώρες. Και μερικές φορές εύκολα βγάζει άκρη, ενίοτε όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο φανερά, οπότε φαντάζουν άχρηστα τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά που πλέον έχουν γίνει του κιλού και δεν διανοείται κανείς να δουλέψει ακόμα και τενεκέ σε σκαλωσιά αν δεν έχει μάστερ στη λάσπη και προφίσενσι στα εγγλέζικα. Αλλά και πάλι και πάντα, ειδικά στην ιατρική, όπου παίζονται ζωές ακόμα και μετά θάνατον, χρειάζονται πολύ περισσότερα: ταλέντο, πείρα, ενσυναίσθηση, βαθιά γνώση, πολλαπλή πρόσληψη πραγματικότητας, ταλέντο και διαρκής επαφή με την κοινωνία. Αν δηλαδή έχεις να διαβάσεις είκοσι χρόνια εφημερίδα και τριάντα να ανοίξεις βιβλίο, είναι βέβαιο πως θα πέφτεις συχνά έξω στις νεκροψίες. Αν σου φέρουν ένα νεκρό μωρό και δεν έχεις διαβάσει στις εφημερίδες ότι και άλλα μωρά πέθαναν με την ίδια κυρία παρούσα, τότε, ενώ θα έκανες μια γρήγορη διάγνωση καταρχήν βασισμένη στην κοινή λογική, τώρα, όντας στον δικό σου κόσμο, βλέπεις μεμονωμένα μια περίπτωση που όμως δεν είναι καθόλου μεμονωμένη και αν τα ευρήματα είναι δύσκολα και αμφίβολα βγάζεις άσχετη διάγνωση. (Και χωρίς να θες, προετοιμάζεις ενδεχομένως και τον επόμενο φόνο κάποιας σαλταρισμένης Φραγκογιαννούς με μοντέρνο κούρεμα.)
Ρώτησε ένας φοιτητής φωτογραφίας τον καθηγητή του τι να κάνει για να βγάζει καλές φωτογραφίες κι εκείνος απάντησε: «Να διαβάζεις λογοτεχνία». Υπονοούσε πως πρέπει να το κάνει αυτό ο φοιτητής γιατί η λογοτεχνία ανατέμνει τις ψυχές, σε μαθαίνει να βλέπεις πίσω από τα φαινόμενα, κι εσύ δεν θες να φωτογραφίζεις την επιφάνεια, τη φάτσα ενός ανθρώπου, αλλά την ψυχή του, το βαθύτερο μέσα του. Το ανάλογο συμβαίνει και στην ιατροδικαστική και στην ιατρική ευρύτερα: η κρίση του γιατρού δεν είναι μόνο αποτέλεσμα λογικής πρωτοκόλλου, αλλά μια σύνθετη προσπέλαση όπου παίζουν ρόλο και η διαίσθηση και εξωτερικοί παράγοντες και η συγκυρία και η επιστημοσύνη αλλά και το τρίτο μάτι του ταλέντου. Θα πεις, όλα αυτά υποχωρούν μέσα στον χρόνο και στη ρουτίνα και στην μπαναλιτέ του μεροκάματου και στη δύσοσμη καθημερινότητα του θανάτου – χάνονται τα αρχικά ρεφλέξ, η πρωτινή ευαισθησία, τα νεανικά κέφια της δουλειάς. Ανθρώπινο. Κατανοητό, ειδικά αν είσαι όλη μέρα και επί χρόνια σκυμμένος στο νεκροτομείο, που δεν είναι και το πιο ειδυλλιακό μέρος του κόσμου, και οι περισσότεροι από εμάς δεν θα άντεχαν εκεί μέσα πάνω από ένα τρίλεπτο – και με το ζόρι.
Δεν αντέχεται ο χώρος – ειδικά αν ο ιατροδικαστής είναι μάχιμος, όπως στην Αλεξανδρούπολη, όπου βιώνει και όλη τη φρίκη του πολέμου στη Συρία και των πνιγμένων του Έβρου. Αλλά και μέσα στο άστυ, με τον παραλογισμό τού τέλους στα τροχαία ή από εγκλήματα, η εργασία αυτή δεν είναι σαν να δουλεύεις στην Ντίσνεϊλαντ και έχει ευθύνες βαριές, που κινούνται συχνά πέραν των τετελεσμένων. Το είδαμε στην περίπτωση Πισπιρίγκου και τώρα με τη Μουρτζούκου: εκτέθηκαν ιατροδικαστές όχι προφανώς από κακή θέληση, ή από ανεπάρκεια, αλλά – το πιθανότερο – λόγω της ρουτίνας και της αδιαφορίας, της απάθειας που έρχεται ύπουλα, βαθμιαία, ακόμα και σε μια τόσο αποτρόπαιη δουλειά, όπως του ιατροδικαστή. Εύκολο να είμαστε καταγγελτικοί και απαραίτητο, ενίοτε, όπως τώρα, αλλά τελικά αλλού γεννούν οι κότες: δεν έχουμε ακόμα καταλάβει γιατί συνέβη αυτό, η ιατροδικαστική ολιγωρία, αλλά και πώς ακριβώς και με ποιες διεργασίες εμφανίζεται το μιαρό σύνδρομο της Μήδειας σε μερικές, ελάχιστες, ευτυχώς, μητέρες. Ποιος ειδικός ψυχίατρος θα φωτίσει τους σκοτεινούς μηχανισμούς; Πώς κυοφορείται, πώς εκτρέφεται αυτή η διαστροφή, η πιο ανίερη απ’ όλες, που οδηγεί στην τεκνοκτονία, στη βρεφοκτονία, κάτι που είναι αδιανόητο, βδελυρό και τερατώδες; Πώς εγκαθίσταται σε μια ψυχή αυτή η θέληση για την πιο εφιαλτική μορφή βίας, αυτό το ειδικό μένος να θες να σκοτώσεις την αθωότητα, την αναφυόμενη ζωή, το άσπιλο βρέφος;
Κάτι θα συμβαίνει, κάτι θα μεσολαβεί – εκτός κι αν είναι έμφυτο μίσος, εγγενής, ακατανόητη ροπή προς τον φόνο βρεφών. Θέμα ζαριάς DNA; Οπως και στις γάτες: σε κάποιο ελάχιστο ποσοστό γεννιούνται αρσενικοί γάτοι που ψάχνουν και σκοτώνουν ανηλεώς νεογέννητα γατάκια. Είναι ένα πολύ μικρό, ελαχιστότατο ποσοστό, μια τερατώδης παρέκκλιση από το φυσιολογικό. Αλλά στον άνθρωπο, στις μητέρες, που είναι και έλλογα όντα, πώς εξηγείται; Ποιος μπορεί να μας διαφωτίσει επιστημονικά για το πώς φτιάχνεται, πώς δημιουργείται ένα τέτοιο σπανιοφανές τέρας, από ποιες εμπλοκές, ποιες πληγές, ποια σύμπλοκα; Ο Παπαδιαμάντης προσπάθησε να το εκλογικεύσει, αλλά υπάρχει εξήγηση;







