Η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα ήταν ένα καθεστώς ανελεύθερο και καταπιεστικό. Μια φυλακή – για τους νεότερους ιδίως. Μια ντροπή για τη χώρα, επίσης, που τη ζημίωσε με πολλούς τρόπους, μέχρι να προκαλέσει τελικά την ανήκεστο βλάβη στην Κύπρο. Η ανατροπή της δικτατορίας, με κάθε τρόπο, ήταν στα μάτια όσων ζήσαμε στα χρόνια της, ένας στόχος δίκαιος, ιερός. Μα αν, κάποια στιγμή, με κάποια αφορμή, η Τουρκία ξεκινούσε μια καμπάνια βομβαρδισμών, καλώντας παράλληλα τον ελληνικό λαό να ξεσηκωθεί, τι νομίζετε; Θα έβρισκε η έκκληση ανταπόκριση; Θα διευκόλυνε την πτώση του καθεστώτος ή θα έφερνε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα;
Κάθε αναλογία, φυσικά, ανάμεσα στη δική μας χούντα και την ιρανική θεοκρατία είναι εντελώς άτοπη. Ακόμη πιο άτοπη η σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 και την πυρακτωμένη σήμερα Μέση Ανατολή. Μα το παρατραβηγμένο, υποθετικό ερώτημα ίσως δίνει ένα μέτρο για να εκτιμήσει κανείς τον ρεαλισμό των αναλύσεων που προσδοκούν μια «αλλαγή καθεστώτος» στην Τεχεράνη, που θα την προκαλέσουν ή θα τη διευκολύνουν οι ισραηλινές (αύριο ίσως και οι αμερικανικές) βόμβες και οι εκκλήσεις του Νετανιάχου προς τον ιρανικό λαό να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να ξεσηκωθεί για να διεκδικήσει την ελευθερία του.
Ποιος είναι ο στόχος, λοιπόν, των στρατιωτικών επιχειρήσεων που ξεκίνησαν; Αν ο στόχος είναι ένα Ιράν δίχως πυρηνικά όπλα και δίχως τη δυνατότητα να τα αποκτήσει, δύσκολα θα βρισκόταν κάποιος να διαφωνήσει. Μα ποια είναι η πιο ασφαλής οδός για την πραγματοποίηση του στόχου; Οι βόμβες, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ή η διπλωματία, οι διαπραγματεύσεις;
Και μπορούν πράγματι τα στρατιωτικά μέσα του Ισραήλ (με τη συνδρομή έστω των αμερικανικών) να βάλουν οριστικό τέλος στις πυρηνικές φιλοδοξίες των αγιατολάχ (που τις κληρονόμησαν από τον καιρό του σάχη, παρεμπιπτόντως); Και οι συνέπειες των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ιδίως αν οι ΗΠΑ συμμετέχουν σε αυτές, στο εσωτερικό του Ιράν, στην ευρύτερη περιοχή και στον κόσμο, είναι στ’ αλήθεια διαχειρίσιμες; Ή θα ανοίξουν, όπως οι επιπόλαιοι σύντροφοι του Οδυσσέα, τον ασκό του Αιόλου; Πώς θα μεταφράσουν, για παράδειγμα, η Ρωσία, η Κίνα ή η Βόρεια Κορέα αυτήν την πανηγυρική νομιμοποίηση των προληπτικών χτυπημάτων;
Τα επιχειρήματα υπέρ μιας στρατιωτικής επιχείρησης, εδώ και τώρα, δεν είναι ασήμαντα.
Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στην περιοχή, μετά τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου, με όλους τους βραχίονες του Ιράν στην περιοχή εξουδετερωμένους και καταρρακωμένους, με την Τεχεράνη απομονωμένη και τους «φίλους» της στον κόσμο, στη Μόσχα, το Πεκίνο ή την Αγκυρα, σιωπηλούς, μοιάζει να ανοίγει ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας. Το γερασμένο καθεστώς μοιάζει να βρίσκεται σε μεγαλύτερη παρά ποτέ απόσταση από τη νεανική χώρα που με βίαιο τρόπο κυβερνά. Μα αν ακόμη και ο Τραμπ διστάζει να αρπάξει την ευκαιρία, είναι επειδή τα ρίσκα είναι ολοφάνερα μεγάλα.
Κι έπειτα, υπάρχει ένα διδακτικό προηγούμενο που συνηγορεί υπέρ της διπλωματίας. Οταν η Ουάσιγκτον εμπόδισε τον Νετανιάχου να χτυπήσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, περί το 2012, και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη, το αποτέλεσμα ήταν μια διεθνής συμφωνία που έθεσε υπό κάποια μορφή ελέγχου τον εμπλουτισμό του ιρανικού ουρανίου. Οταν, έπειτα από λίγο, ο Νετανιάχου έπεισε τον Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία και να αντικαταστήσει τον διάλογο με κυρώσεις, το αποτέλεσμα ήταν ο εμπλουτισμός να επιταχυνθεί και ο έλεγχος να χαθεί.
Η συζήτηση, ως προς τα μέσα και τις μεθόδους, παραμένει ανοιχτή, λοιπόν, αν ο στόχος είναι η οριστική ματαίωση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει (και όχι μόνο για το Ισραήλ) ένα Ιράν εξοπλισμένο με πυρηνικά όπλα. Αν, αντίθετα, ο στόχος είναι μια «αλλαγή καθεστώτος» στην Τεχεράνη, οι όροι της συζήτησης είναι πολύ πιο απλοί. Και οι απαντήσεις ευκολότερες.
Πολλοί στον κόσμο θυμήθηκαν, παρακολουθώντας την ταλάντευση του Τραμπ, τις ημέρες του 2003, όταν ένας άλλος πρόεδρος ζύγιζε αν θα ανάψει το πράσινο φως για την εισβολή στο Ιράκ και ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του. Οι νεοσυντηρητικοί οπαδοί της εισβολής (που εισακούστηκαν) παρουσίαζαν την επιχείρηση (ίσως να τη φαντάζονταν κιόλας) ως έναν περίπατο στο τέλος του οποίου η νίκη θα στέψει τα αμερικανικά όπλα και η δημοκρατία θα ανθήσει στη Μεσοποταμία. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε. Ακόμη πληρώνει η Δύση, συνολικά, τον λογαριασμό. Από το Αφγανιστάν ως τη Λιβύη, η εμπειρία δεν ήταν πουθενά διαφορετική. Εχει άλλωστε δοκιμαστεί η μέθοδος και στην περίπτωση του Ιράν. Λίγο μετά την ισλαμική επανάσταση, όταν το καθεστώς ήταν ακόμη φρέσκο και εύθραυστο, η Δύση ενθάρρυνε τον Σαντάμ Χουσεΐν να εισβάλει, το 1980, στο Ιράν και να πνίξει την επανάσταση «στην κούνια» της. Η στρατιωτική μηχανή του Ιράκ έμοιαζε ανίκητη και ο στόχος της επιχείρησης εύκολος. Μα το αποτέλεσμα ήταν ένας τελματωμένος, καταστροφικός πόλεμος που κράτησε οκτώ ολόκληρα χρόνια, είχε ανυπολόγιστο κόστος και, στο εσωτερικό του Ιράν, συνέβαλε όσο τίποτε στη στερέωση και τη νομιμοποίηση του θεοκρατικού καθεστώτος, στην πιο σκληρή μάλιστα εκδοχή του. Οι «αλλαγές καθεστώτος» εύκολα εξαγγέλλονται, δύσκολα πραγματοποιούνται και ακόμη δυσκολότερα έχουν την έκβαση που ονειρεύονται οι εμπνευστές τους.
Υστερόγραφο. Πίσω από την πολεμική καταιγίδα που σαρώνει εδώ και πάνω από 600 ημέρες τη Μέση Ανατολή κρύβεται ένας τρίτος, πέραν του πυρηνικού αφοπλισμού ή της αλλαγής καθεστώτος, στόχος. Η επίτευξη μιας νέας ισορροπίας στη Μέση Ανατολή. Μιας κατάστασης όπου η ασφάλεια του Ισραήλ και η διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων μπορεί να υπηρετηθεί με έναν συνδυασμό στρατιωτικής ισχύος και «ντιλ», που αφήνουν κατά μέρος και περιθωριοποιούν ως ασήμαντο το πρόβλημα που γεννά, 77 χρόνια τώρα, τους αλλεπάλληλους κύκλους κρίσης και πολέμων. Το Παλαιστινιακό, δηλαδή. Τη δύσκολη συνύπαρξη δύο εθνικών συνειδήσεων σε μια στενή λωρίδα γης, φορτωμένης με ιστορία, πάθη και συμβολισμούς αιώνων. Αλλά αυτή είναι η πιο επικίνδυνη αυταπάτη απ’ όλες.







