Υπερασπίστηκε τη λιτότητα της έκφρασης για να αποδώσει στο μέγιστο την ένταση του εσωτερικού μονολόγου. Δούλευε τα πεζογραφήματά του με ποιητικό ρυθμό – εμφανίστηκε άλλωστε στα γράμματα με τη συλλογή «Ηλιοτρόπια» το 1954. Αναζητούσε φωνές με καταγωγή στην παράδοση και επέκρινε, ενίοτε καυστικά, το σύγχρονο τοπίο του πολιτισμού. Από το 1964, οπότε κυκλοφόρησε το «Για ένα φιλότιμο», έως τη «Σαρκοφάγο» (1971) και τη «Μόνη κληρονομιά» (1974), αργότερα τον «Επιτάφιο θρήνο» και την «Καταπακτή», παρέδωσε ένα συμπαγές έργο πεζών και αυτοβιογραφικών κειμένων, τα οποία με τον τρόπο τους επηρέασαν τους μεταγενέστερους της Θεσσαλονίκης (ακόμη και όταν κάτι τέτοιο δεν ομολογείται απ’ όλους). Στην παράλληλη εργογραφία του ξεχωρίζουν οι συλλογές «Τα δημοτικά μας τραγούδια» και τα «Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού», οι μεταφράσεις της «Ιφιγένειας εν Ταύροις» του Ευριπίδη και του ΧΙΙ βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας (υπό τον τίτλο «Στρατώνος Μούσα Παιδική»). Ξεχωριστοί σταθμοί στη «διαρκή ευαισθησία» του, η στιχουργική στο «Κέντρο διερχομένων» του Νίκου Μαμαγκάκη (αυτό το έξοχα ειρωνικό «Οχι πια»), όπως και το περιοδικό «Φυλλάδιο», ένας παλμογράφος της πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980. Πνευματικός συγγενής του Μάνου Χατζιδάκι, πήρε θέση απέναντι στον λαϊκισμό της εποχής εκφράζοντας παράλληλα την ανάγκη να διασωθεί η ιδιοπροσωπία του ελληνικού τρόπου. Ο Γιώργος Ιωάννου έφυγε από τη ζωή στις 16 Φεβρουαρίου 1985. Πολλοί μελετητές, ανάμεσά τους ο Νάσος Βαγενάς (κείμενο του οποίου αναδημοσιεύουμε στο αφιέρωμα), πιστεύουν ότι το έργο του μένει να αναδειχθεί στις επόμενες δεκαετίες.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ







