«Του χρόνου, του παράχρονου, θα ξεκινήσω τη δική μου δουλειά. Με συνεταίρους – εννοείται – αλλά χωρίς αφεντικό. Ως τα τριάντα μου θα έχω κατασταλάξει πού θέλω να ζω. Για Ελλάδα το βλέπω, δεν αποκλείεται όμως και καμιά Ισπανία. Ή ακόμα και να μείνω εδώ. Ιδανικά να πάω στην Καλιφόρνια. Ως τα τριάντα πέντε θα έχω γίνει σίγουρα πατέρας – δυο παιδιά το λιγότερο, δεν το συζητάω, μου αρέσουν οι μεγάλες οικογένειες». «Πρέπει πρώτα να βρεις τη μαμά τους…». «Γιατί, η Ελσα δεν σου αρέσει;», πάει να συννεφιάσει. Η Ελσα κουρνιάζει στην αγκαλιά του, έχει πανέμορφα τσακίρικα μάτια κι ένα χαμόγελο από εκείνα που φωτίζουν τη νύχτα. Ο έρωτάς τους με τον Παύλο δεν κρύβεται – ταιριάζουν πράγματι, παλίκαρος κι εκείνος, μελαχρινός, μουστακαλής, κρητική λεβεντιά. Μονάχα που δεν τρώμε γαμοπίλαφο στα Σφακιά ή στο οροπέδιο Λασιθίου. Μα μπάρμπεκιου στο Μπρούκλιν. Μόνο που το κορίτσι είναι είκοσι τριών και το αγόρι ούτε είκοσι πέντε – «σαν πολύ δεν βιάζεστε;», πάω να πω, δαγκώνω όμως τη γλώσσα μου.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ