Σαν σήμερα, ακριβώς μισό αιώνα πριν, ξεσπούσε ο τρίτος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των συνασπισμένων αραβικών κρατών και του Ισραήλ. Ηταν η συνέχεια του πρώτου ο οποίος διεξήχθη το 1948-49, μετά την ίδρυση του εβραϊκού κράτους, και του δεύτερου που διεξήχθη το 1967, έμεινε στην Ιστορία ως Πόλεμος των Εξι Ημερών και σφραγίστηκε από την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών των Παλαιστινίων – που υπήρξαν διαχρονικά τα μεγάλα θύματα.

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ – ονομάστηκε έτσι καθώς στις 6 Σεπτεμβρίου του 1973 οι Εβραίοι γιόρταζαν την πιο ιερή μέρα του έτους – έμελλε να είναι και ο τελευταίος, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Διαμόρφωσε δε στη Μέση Ανατολή μια ισορροπία – έστω και τρόμου, όπως ισχυρίζονται αρκετοί –, η οποία άντεξε τις πολλές και μεγάλες αναταράξεις που ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες. Κι αυτό διότι οι μεγάλοι «παίκτες» της περιοχής, καθώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΣΣΔ μέχρι το 1989-90, δεν έδειχναν διάθεση να την αμφισβητήσουν στο σύνολό της, και μάλιστα διά της βίας.

Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια, στο φόντο των μεγάλων αλλαγών στον παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό χάρτη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η σταδιακή και παρασκηνιακή προσέγγιση ανάμεσα στους πρώην μισητούς εχθρούς οδήγησε στις αποκαλούμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, που υπογράφηκαν με τις ευλογίες των ΗΠΑ επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ – σε συνέχεια εκείνων του Καμπ Ντέιβιντ και του Οσλο – οδηγώντας στην αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν.

Σε αυτό το φόντο, ο Τζο Μπάιντεν επιδιώκει να ολοκληρώσει στη θητεία του το «μεγάλο κόλπο»: την επίσημη επαναπροσέγγιση του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία, με την οποία η Ουάσιγκτον ελπίζει ότι, εκτός των άλλων, θα κλείσει τον δρόμο στην Κίνα και τη Ρωσία, που έχουν απλώσει τα δίχτυα τους στη Μέση Ανατολή.

Από την… κόλαση

στον παράδεισο

Ακόμη κι έτσι, πάντως, όσα συνέβησαν στις ταραγμένες δεκαετίες που πέρασαν στοιχειώνουν ακόμη Αραβες και Ισραηλινούς. Κι αυτό ισχύει και για τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, στον οποίο οι τελευταίοι κινδύνευσαν να χάσουν ό,τι είχαν κερδίσει στους δύο προηγούμενους πολέμους, καθώς φάνηκε να πιάνονται στον ύπνο. Οπως σημειώνει και ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα – «Οι δεκαοχτώ ημέρες του Οκτώβρη» του Ούρι Κάουφμαν –, τα πλήγματα που εξαπέλυσαν Αίγυπτος, Συρία και άλλες αραβικές χώρες εκείνη την ημέρα «μελετώνται ως πρότυπο ξαφνικής επίθεσης, όχι τόσο επειδή οι Αραβες κατάφεραν να κρύψουν επιτυχώς τις προετοιμασίες τους (αν και έκαναν ό,τι μπορούσαν), αλλά επειδή όσοι βρίσκονταν στην ηγεσία των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού αποφάσισαν να αγνοήσουν τις προειδοποιητικές ενδείξεις που σήμερα φαντάζουν τόσο ξεκάθαρες».

Σε κάθε περίπτωση, όπως φαίνεται και εκ του αποτελέσματος, οι Ισραηλινοί, με πρωθυπουργό την Γκόλντα Μέιρ και «στρατηλάτη» τον Αριέλ Σαρόν, κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν γρήγορα και να αντεπιτεθούν, εκμεταλλευόμενοι τόσο τη στρατιωτική και τεχνολογική τους υπεροχή όσο και τα λάθη τακτικής των αντιπάλων τους. Ετσι, τελικά, κατάφεραν όχι μόνο να αποκρούσουν τις συριακές δυνάμεις και να φτάσουν στα πρόθυρα της Δαμασκού, αλλά και να υπερφαλαγγίσουν τις αιγυπτιακές στην Ερημο του Σινά – με αποτέλεσμα την υπογραφή μιας εκεχειρίας που ουσιαστικά δεν άφηνε κανέναν ηττημένο ή νικητή.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.