Η μεγάλη Ιστορία έχει πάψει από καιρό να παράγει νοήματα για τον Φίλιππο Δρακονταειδή – τέτοια, τελοσπάντων, που να αφορούν με τον ίδιο τρόπο τα μοναχικά και αυθύπαρκτα μέλη της κοινωνίας. Τους μικρούς ατραγούδιστους (αντι)ήρωες, από τους οποίους ο χρόνος περνάει σαν σβάρνα και το μόνο που μπορούν εκείνοι να αντιπαραθέσουν είναι η ειρωνεία, ο σαρκασμός, το ξόδεμα και η άνευ όρων παράδοση στα θανάσιμα αμαρτήματα. Σε συνεχή διάλογο με την εικονοκλαστική, αθυρόγλωσση παράδοση του Ραμπελαί -είναι ο μεταφραστής των κλασικών έργων του – και σε συνεχή αναζήτηση για το αποτύπωμα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας στα «υποκείμενά» της ο συγγραφέας παραδίδει διηγήματα για τραύματα και υπερβάσεις, όπου το σουρεαλιστικό δεν είναι μόνο ο αντίποδας του πραγματικού: «Στην κηδεία μου ήρθε η Χρυσάνθη. Μπήκε στον νεκροθάλαμο  ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της για να συνηθίσει το ημίφως. “Α, καλέ μου”, μελαγχόλησε, “κρύο σε βλέπω, έξω καίει ο ήλιος, ήρθα με τα πόδια, γίνεται διαδήλωση”. Ανοιξα τα μάτια μου για να αντιληφθεί πως την περίμενα. “Οι άλλοι είναι έξω”, είπε. “Θα έρθουν”, συνέχισε, “εσύ να παριστάνεις τον πεθαμένο, δεν χρειάζεται να καταλάβουν”… Η Χρυσάνθη σκούπισε τα μάτια της. Τα δικά μου ορθάνοιχτα, επειδή άκουγα τους ήχους της νύχτας, που ήταν από τα τριζόνια των βημάτων της Χρυσάνθης, από τους κούκους των ψιθύρων της, από τη ροή της ποταμιάς της, από τα πηδηματάκια των βατράχων στις υγρές λακκούβες της, από τις πυγολαμπίδες που καταύγαζαν το παιχνίδι μας. Και τι μυρουδιές. Μυρουδιές πρώτης ξαδέλφης. “Μην κλαις”, είπα, “αγκάλιασέ με. Ετσι όπως είσαι. Με τα ρούχα σου. Θα γδυθούμε αργότερα”. Σηκώθηκα και φύγαμε».

Τι αισθάνεστε ότι σας συνδέει με τους συγγραφείς στους οποίους υπάρχουν αφιερώσεις: Γιόζεφ Ροτ, Μπρούνο Σουλτς, Φελίπε Αλφάου, Αλέξανδρο Δουμά;

Mε συνδέει το γεγονός ότι «κλέβω» την τεχνική τους και το δημιουργικό τους βάσανο. Με θέλγει το μεθύσι του Γιόζεφ Ροτ, χωρίς το οποίο δεν θα έγραφε τα αριστουργήματα που έγραψε. Με στενοχωρεί ότι ο Μπρούνο Σουλτς εκτελέστηκε στον δρόμο από έναν γερμανό ναζί, που λέγεται πως ήταν για ένα διάστημα «προστάτης» του. Ερχομαι στη θέση του ισπανού μετανάστη στην Αμερική Φελίπε Αλφάου, που έγραψε ένα βιβλίο στα αγγλικά, απαρατήρητο για έξι δεκαετίες και, κοντά εκατοχρονίτης, ζώντας σε φτηνό γηροκομείο, βραβεύτηκε με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο των ΗΠΑ! Αν δεν γελιέμαι, σχολίασε: «Ας ήταν λίγο νωρίτερα!». Οσο για τον Αλέξανδρο Δουμά, ανήκω στη γενιά που διάβασε τους «Τρεις Σωματοφύλακες», τον «Κόμη Μοντεχρίστο».  

Πώς συνδέονται τα θανάσιμα αμαρτήματα των διηγημάτων με την ίδια τη ζωή;

Αν η ζωή δεν ήταν ο Παράδεισος των αμαρτημάτων – τα οποία ευτυχώς μας θυμίζουν οι θρησκείες -, δεν θα άξιζε. Ακόμα και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ δεν αντιστεκόταν στη «λαιμαργία» για καφέ, απόδειξη ότι του αφιέρωσε μια υπέροχη σουίτα! Περιορίστηκα στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα των Γραφών, επειδή εξαιτίας τους συνέβη να «κολαστώ», όπως λέει η παράδοση και ήρθε η ώρα να τα εξομολογηθώ, όχι επειδή μετάνιωσα, αλλά επειδή τα υπηρέτησα. Οφείλω τα μάλα στις γυναίκες που με βοήθησαν. Λίγες, αλλά τόσο πολλές!

Η ειρωνεία, το χιούμορ, ο σαρκασμός και η «αβάσταχτη ελαφρότητα» είναι τελικά τα ιδανικά εργαλεία για να αποτυπώσει κανείς την «ανθρώπινη κατάσταση»;

Χωρίς την ειρωνεία δεν θα διακρινόταν η ανθρωπιά, που ώρες ώρες υπερισχύει της «ανθρώπινης κατάστασης», η οποία στερείται ορίων αθλιότητας. Η ειρωνεία είναι βασικό συστατικό του λογοτεχνικού παιχνιδιού και γι’ αυτό ακριβώς απαιτεί σωστή δοσολογία προς αποφυγή της κακότητας. Το χιούμορ έχει την οξύτητα της αντίδρασης στην «αβάσταχτη ελαφρότητα» της ανθρώπινης βλακείας, της οποίας η έκταση είναι μεγαλύτερη του Σύμπαντος, όπως είπε ο Αϊνστάιν. Το χιούμορ, αν δεν είναι ολιγόλογο και ευθύβολο, μεταβάλλεται σε «εξυπνάδα», συνήθη λογοτεχνική παγίδα. Οσο για τον σαρκασμό, είναι σφαλιάρα, η οποία αν δεν πέσει στην ώρα της δεν βγάζει ήχο και πάει χαμένη. Είναι άλλη μία λογοτεχνική παγίδα. Για να είμαι σαφής, χωρίς ειρωνεία, χιούμορ, σαρκασμό, το λογοτεχνικό αποτέλεσμα είναι σούπα νοσοκομείου. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι ασθενής.

Η νοηματοδότηση της Ιστορίας μπορεί να επιχειρείται σε συλλογικό επίπεδο με τις μεγάλες αφηγήσεις αλλά παραμένει άπιαστο όνειρο σε ατομικό επίπεδο;

Πράγματι, το νόημα που δίνεται στην Ιστορία θεμελιώνει τη συλλογικότητα, αυτό που λέμε «ταυτότητα». Εχει προφανώς ανάγκη μεγάλων αφηγήσεων το νόημα, ώστε να αιτολογεί την ισχύ της «ταυτότητας». Στο όνομα τέτοιων αφηγήσεων συνοδευόμενων από προστάγματα έχουν γίνει και γίνονται τα πλέον ανήκουστα εγκλήματα, των οποίων το μέλλον διαγράφεται λαμπρό. Στο δικό μου λογοτεχνικό παιχνίδι, και συγκεκριμένα στο βιβλίο μου για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, η Ιστορία – η ελληνική βεβαίως – μού έχει αργάσει το τομάρι οικογενειακά και προσωπικά, με γλίτωσε όμως ευτυχώς η μικρή ιστορία των εμπειριών και των κόπων μου. Με αυτή συνομιλώ και αυτή προσδιορίζει τη θεματική μου.

Ενα δείγμα της «ειρωνείας προς τη μεγάλη Ιστορία» είναι ο ποδοσφαιρικός αγώνας Αγγλίας – Γεωργίας που τοποθετείτε στα 1917. Σε ποιον αναγνώστη κλείνετε εδώ το μάτι;

Συνέβη να δω πριν από χρόνια μια ταινία γεωργιανού σκηνοθέτη – ποιου άραγε; – για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα Αγγλίας-Γεωργίας, όπου, όπως είναι κατανοητό, οι Γεωργιανοί δεν είχαν ιδέα για τους κανόνες του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα να «αρπάξουν» δεκάδες γκολ, να βάλουν ένα ή δύο και να πανηγυρίσουν ως νικητές αγκαλιά με τους Αγγλους μέχρι τελικής πτώσεως. Για μένα, εκείνος ο αγώνας έγινε την παραμονή της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων από τους μπολσεβίκους. Είναι κρίμα που θυμόμαστε αυτό το γεγονός και όχι το εκκωφαντικό παράδειγμα εκείνης της ποδοσφαιρικής ήττας που είναι νίκη και μεγαλείο ζωής. Αν κλείνω το μάτι στον αναγνώστη, είναι για να του πω πως η πολιτική θρησκοληψία είναι «τυφλός τυφλόν οδήγα και οι δύο εις λάκκον έπεσον». Ο Θεός να με φυλάει!

«Η πόλη στην οποία γεννήθηκα βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού» γράφετε στην αρχή του «Σκόρδου». Μια υπενθύμιση ότι όσα ακολουθούν είναι προϊόν μυθοπλασίας, συμβάσεων και καθαρής λογοτεχνικότητας;

Το διήγημα γράφτηκε πριν από την πανδημία και περί αυτής κάνει λόγο, μάλλον επειδή τότε διάβαζα το βιβλίο του καθηγητή Κώστα Κωστή «Στον καιρό της πανώλης» (ΠΕΚ). Εκεί γίνεται λόγος για θεραπείες με ματζούνια και πόση αξία δινόταν στο σκόρδο, προσδιορίζοντας κιόλας ότι με σκόρδο  έπρεπε να τρίβουν τα μουστάκια τους οι άντρες και τις «ευαίσθητες περιοχές» τους οι γυναίκες για αποφυγή του κακού. Υστερα σκέφτηκα, σε καιρούς πανδημίας, αλλά και υγείας, πόση σημασία έχουν «το ψιλό και το χοντρό» των ανθρώπων. Μήπως στη μη ανακούφιση των σωματικών αναγκών βρίσκονται αφορμές για οικογενειακές διαμάχες ποιος έχει δικαίωμα να ταφεί στον οικογενειακό τάφο, όταν έρθει η ώρα του; Και εντέλει μήπως όλα αυτά δεν έχουν σημασία, όσο εγώ είμαι ερωτευμένος με την ξαδέρφη μου, που θα έρθει στην κηδεία μου, όταν πεθάνω από τον έρωτά της;

Σε αυτό το σύμπαν που δημιουργήσατε για τα διηγήματα ποια θέση μπορεί να έχουν ο Φόκνερ – το «Καθώς ψυχορραγώ», για παράδειγμα -, ο Σταντάλ και ο Ραμπελαί;

Οσον αφορά στην αγγλόφωνη και, ιδιαιτέρως, στην αμερικανική λογοτεχνία, έχω παραμείνει στους Στάινμπεκ, Χεμινγκγουέι, Μέλβιλ. Ο Σταντάλ, ο Φλομπέρ, ο Γκι ντε Μοπασάν ήταν οι αγαπημένοι στη νεότητά μου. Με τον Ραμπελαί έχω σχέση δεκαετιών, αφού βελτιώνω συνεχώς τη μετάφραση του «Γαργαντούα και Πανταγκριέλ» – προς έκδοση φέτος. Κουβαλάω μέσα μου το «ραμπελαισιανό» ύφος της ειρωνείας, της αθυροστομίας, της σιχασιάς του σχολαστικισμού, της έπαρσης, της πολιτικής αλητείας.

Στα αφηγήματά σας μοιάζει να αφήνετε τον ιστορικό χρόνο να εισέλθει αλλά αδιαφορείτε για τη «ρεαλιστική» απεικόνιση της ζωής όπως θα ήθελε ένα ρεύμα της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας. Υποδηλώνει κάτι τέτοιο και τη δική σας «αγωνία της γραφής»;

Τα λογοτεχνικά έργα που χαρακτηρίζουν τον παγκόσμιο πολιτισμό είναι αποτυπώματα του ιστορικού χρόνου της εποχής τους, οι παράμετροι του οποίου, στη διαρκώς μεταβαλλόμενη βιολογική, γεωλογική και κοινωνική πραγματικότητα, επεκτείνοναι στο μέλλον. Με λίγα λόγια, αυτά τα λογοτεχνικά έργα, τα λεγόμενα «αθάνατα», είναι συνοδοιπόροι του ανθρώπου προς τον θάνατο ως κορύφωση της ζωής. Η σύγχρονη μυθιστοριογραφία είναι παραγωγή προϊόντων σύμφωνα με τις πιέσεις της καταναλωτικής κοινωνίας. Είναι «αριστουργηματικά» αρωματικά σαπούνια σε μοδάτες συσκευασίες από αυτοματοποιημένες σχεδόν γραμμές παραγωγής, τα οποία λιώνουν γρήγορα και πετιούνται. Πιστεύω πως έγραψα και εγώ σαπούνια και έχω αποκηρύξει το μεγαλύτερο μέρος των κειμένων μου. Εχω υποκύψει ευτυχώς, όπως το λέτε, σε «αγωνία γραφής». Τρέμω κιόλας πως με την πάροδο του χρόνου η εμμονή της συγγραφής, λες και η δημιουργικότητα δεν έχει τέλος, είναι προϋπόθεση για να γίνεις ρεζίλι. Τα παραδείγματα δεν λείπουν. Και το δυστύχημα είναι πως πολλοί γίνονται ρεζίλι, ακυρώνοντας την αξία των προηγούμενων επιτυχιών τους.

«Είναι για το λιωμένο κερί και την τρικυμισμένη σκόνη που λυπάται ο ποιητής» ακούγεται η θεία Ευρυδίκη. Μια σχεδόν καβαφική εικόνα. Ποιες σκέψεις κρύβονται πίσω από τις λέξεις που επιλέξατε; Υπάρχει μια αίσθηση μοναχικού πεσιμισμού για την πορεία του έργου. Είναι και «ηρωικός» αυτός ο πεσιμισμός;

Από κάποιο σημείο και μετά, επειδή ο χρόνος συσσωρεύει ματαιότητες και επειδή περιορίζονται οι ευκαιρίες να αποτύχεις ώστε να αποτύχεις καλύτερα την επόμενη φορά, όπως σοφά έλεγε ο Σάμιουελ Μπέκετ, έχω στον νου μου, επειδή η επόμενη φορά δεν είναι βέβαιο ότι θα εμφανιστεί ως ευκαιρία, τους καβαφικούς στίχους «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,/τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/ όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις/μες την πολλή συνάφεια του κόσμου/μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Μπορεί να πρόκειται για αίσθηση μοναχικού πεσιμισμού για την πορεία του έργου. Ο ψυχαναλυτής θα διευκρίνιζε αν αυτός είναι «ηρωικός» πεσιμισμός. Ελα όμως που σιχαίνομαι τους ψυχαναλυτές!

Vidcast: Face2Face