Γιατί εμφανίζεται μια εντυπωσιακή διάσταση, ανάμεσα στην επιστημονική αποτίμηση της θεσμικής πορείας της αντιπολίτευσης που είναι ιδιαίτερα θετική και την κρατούσα πεποίθηση της κοινής γνώμης; Αυτό που αποδεχόμαστε στις επιστημονικές συζητήσεις δεν είναι το ευρέως αποδεκτό από τη γενική κοινή γνώμη. Για ποιον λόγο υπάρχουν δύο διαφορετικές παραστάσεις, δύο διαφορετικές προσλήψεις της θεσμικής αποτίμησης της Μεταπολίτευσης;
Νομίζω, ότι πρέπει να κάνουμε μία διάκριση, η οποία θα μας βοηθήσει. Είναι άλλο πράγμα το θεσμικό κεκτημένο, με το οποίο ασχολούμαστε επιστημονικά και άλλο το θεσμικό ζητούμενο της Μεταπολίτευσης, το οποίο είναι πάντα ημιτελές, πάντα ανικανοποίητο, γιατί αυτή είναι η φύση της Ιστορίας. Η αποτίμηση του θεσμικού κεκτημένου γίνεται με αναγωγή στο παρελθόν κυρίως και βεβαίως με αναγωγή σε συγκριτικά στοιχεία. Μάλιστα, η αναγωγή γίνεται συνήθως στις κακές και όχι στις καλές όψεις του παρελθόντος.
Από την άλλη μεριά, η διαρκής υπογράμμιση του θεσμικού ζητούμενου, δηλαδή των ελλειμμάτων στη λειτουργία των μεγάλων θεσμικών συστημάτων της χώρας, των ελλειμμάτων που υπάρχουν στο πολιτικό σύστημα, στο δικαστικό σύστημα, στο διοικητικό σύστημα, στο εκπαιδευτικό σύστημα, γίνεται με βάση τη βιωμένη εμπειρία των πολιτών, την οποία δεν μπορείς να αντικρούσεις γιατί είναι μια ατομική βιωματική προσέγγιση. Τα στερεότυπα καλλιεργούνται και αναπαράγονται κυρίως στο επίπεδο του διάχυτου δημόσιου λόγου στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τώρα πλέον στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κι επίσης υπάρχει ένας ασύμμετρος και ως εκ τούτου άδικος εκτελωνισμός πληροφοριών για τα διεθνή δεδομένα, τα δεδομένα άλλων χωρών, τα συγκριτικά δεδομένα. Νομίζουμε ότι μόνον εμείς έχουμε προβλήματα, ότι άλλοι δεν έχουν θεσμικά κενά, θεσμικές ελλείψεις, κάτι που δεν είναι καθόλου σωστό, αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τι έγινε με τη διαδικασία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών ή τι γίνεται στην Ουγγαρία, την Πολωνία, σε χώρες με κρίση του κράτους δικαίου στο ίδιο το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχει μια θεσμική αποτίμηση, όχι επιστημονική αλλά στον δημόσιο λόγο, που διατηρεί και μεμψίμοιρα και αυτοενοχοποιητικά και ασύμμετρα στοιχεία. Είναι δυνατόν, ενώ έχουμε αυτό το κεκτημένο, να μιλούν θεσμικοί παράγοντες ή να μιλούν νέοι άνθρωποι με τόση ευκολία για «χούντα» στην Ελλάδα τώρα, για «δικτατορία», για «φασισμό» ή να νομίζουν ότι η διαφθορά είναι ένα φαινόμενο, το οποίο είναι μόνον ή κυρίως ελληνικό; Τι συμβαίνει, γιατί έχει γίνει αυτό, γιατί υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση των προσλήψεων;
Στη δεκαετία 2009 - 2019 τέθηκαν υπό δοκιμασία τα πάντα. «Πήγαμε και ήρθαμε». Τώρα είμαστε ικανοποιημένοι, επειδή «ήρθαμε», σταθήκαμε, αλλά κινδυνεύσαμε και να πέσουμε. Και έπρεπε να καταβληθεί μεγάλος κόπος, να αναληφθεί κόστος τεράστιο, θεσμικό, προσωπικό, ηθικό, προκειμένου να διαμορφώσουμε τελικά μία κατάσταση, μία συνθήκη, η οποία λειτουργεί και θεσμικά και δημοσιονομικά και οικονομικά και κοινωνικά και πολιτειακά. Αλλά δεν έγινε εύκολα αυτό. Και θα έλεγα, ότι ακόμη δεν έχουμε ξεπεράσει το πλήγμα, διότι το μεγάλο πλήγμα στην κοινή συνείδηση ήταν η επάνοδος της έννοιας της εξάρτησης, η αίσθηση ότι είμαστε ένα κράτος μειωμένης κυριαρχίας υπό την εξάρτηση των εταίρων, των δανειστών, των «ξένων», που δεν είναι οι ξένοι της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, οι οποίοι μας σώζουν απ' τον Ιμπραήμ και μας προσφέρουν μία έστω περιορισμένη κυριαρχία, αλλά είναι οι ξένοι, που θέλουν να μας «καθυποτάξουν» σε μία δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ μας έχουν ήδη στερήσει τη νομισματική μας κυριαρχία της δραχμής.
Εχει μεγάλη σημασία το γεγονός, ότι τώρα καλούμαστε όλα αυτά να τα συζητήσουμε, ενώ έχουμε αποδείξει ότι η πανδημία αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα θεσμικά, συνταγματικά, νομολογιακά, από πλευράς σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με έναν από τους καλύτερους τρόπους διεθνώς, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, με μεγάλη προσοχή, γιατί το Σύνταγμα, η έννομη τάξη, το σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, δεν επιτρέπει κάτι άλλο. Ενώ υπήρχαν χώρες, που, αν μη τι άλλο, ζήτησαν να υπαχθούν στο άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή σε καθεστώς εξαίρεσης από την προστασία σημαντικών δικαιωμάτων που καλύπτει η Σύμβαση.
Αρα, η θεσμική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης θα έλεγα ότι αναδεικνύει έναν μεγάλο θεσμικό πυρήνα, ένα μεγάλο «θεσμικό νησί» που περιλαμβάνει το Σύνταγμά μας, το Κράτος Δικαίου, όλες αυτές τις κατακτήσεις, το οποίο περιβάλλεται όμως από ένα «πέλαγος λαϊκισμού», αμφιβολιών, αμφισημιών και βεβαίως από ένα «πέλαγος δυστοκιών» που εμποδίζει την παραδοχή αυτού που για μας επιστημονικά είναι προφανές, ότι εδώ έχουμε τα καλύτερα πενήντα χρόνια ανάμεσα στα διακόσια, που είναι όλα μαζί μια ιστορία επιτυχίας, ένα «success story». Εις πείσμα του συλλογικού εαυτού μας και της επιμονής μας να αρνούμαστε να προσλάβουμε αυτό που οι ίδιοι έχουμε καταφέρει.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών