Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Στο δυστοπικό μυθιστόρημα της Καναδής Εμιλι Σεντ Τζον Μαντέλ «Σταθμός Εντεκα» (Εκδόσεις Ικαρος, 2016), είκοσι χρόνια μετά την καταστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού από μια πανδημία γρίπης που σάρωσε τη Γη, βρίσκουμε ανάμεσα στους επιβιώσαντες την Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια κομπανία ηθοποιών και μουσικών. Σε μια από τις αυτοσχέδιες άμαξες με τις οποίες κινούνται, εκτός από το όνομα της ομάδας τους, είναι γραμμένη και η φράση «Επειδή η επιβίωση δεν είναι αρκετή» - δήλωση υπαρξιακή στον πυρήνα της ως προς το τι συνιστά ζωή, που υποδηλώνει τον τρόπο που η τελευταία διαπλέκεται με την τέχνη, καθώς χρησιμοποιείται για να εξηγήσει εύγλωττα τον λόγο που η Συμφωνία έχει βγει στον δρόμο και κάνει αυτό που κάνει.
«Η Συμφωνία έπαιζε μουσική -κλασικές, τζαζ και ορχηστρικές εκτελέσεις ποπ τραγουδιών της εποχής πριν από την κατάρρευση- και Σαίξπηρ. Τα πρώτα χρόνια, είχαν παίξει μερικές φορές, πιο σύγχρονα έργα αλλά αυτό που τους ξάφνιαζε, αυτό που δεν περίμενε κανείς, ήταν ότι το κοινό φαινόταν να προτιμάει Σαίξπηρ από τα άλλα έργα που ανέβαζαν. "Οι άνθρωποι θέλουν ό,τι καλύτερο είχε να δείξει αυτός ο κόσμος", έλεγε ο Ντίτερ. Ο ίδιος δυσκολευόταν να ζήσει στο παρόν. Οταν ήταν φοιτητής είχε ένα πανκ συγκρότημα και τώρα ονειρευόταν τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας».
Στην τρέχουσα δυστοπική κατάσταση στην οποία έχουμε αναπάντεχα βρεθεί, παρόλο που σε αντίθεση με τους ήρωες του βιβλίου εξακολουθούμε να έχουμε βασικά αγαθά για τη συνέχιση του πολιτισμού μας, δεν είναι λίγες οι φορές και δεν είμαστε λίγοι όσοι αισθανόμαστε ότι η ζωή μας έχει περιοριστεί στο επίπεδο της επιβίωσης. Η (σωματική) υγεία αναδεικνύεται σε ύψιστο αγαθό κι όλοι μάθαμε απότομα να ζούμε μια ζωή γυμνή από τα στοιχεία εκείνα που την καθιστούν κάτι παραπάνω από επιβίωση: την τέχνη, την κοινωνικοποίηση, τις άσκοπες δραστηριότητες, τις απρογραμμάτιστες κινήσεις, τις συλλογικές απολαύσεις. Μοιάζει η ζωή μας να έχει μετατραπεί σε μια συνθήκη ευθυνών και υποχρεώσεων, όπου εκτελούμε μηχανικά τις καθημερινές κινήσεις, δουλεύουμε (αν είμαστε τυχεροί), πηγαίνουμε τα παιδιά σχολείο (τώρα που είναι ανοιχτά τα σχολεία και για όσο παραμείνουν), φροντίζουμε το σπίτι μας, μαγειρεύουμε, τρώμε, κοιμόμαστε ή προσπαθούμε να κοιμηθούμε, κάνουμε βόλτες στη γειτονιά μας για μια υποτυπώδη σωματική άσκηση. Φυσικά, αν θέλουμε μπορούμε να ακούσουμε μουσική στο σπίτι ή να δούμε μια ταινία ή να διαβάσουμε ένα βιβλίο, αυτό που λείπει όμως είναι το μοίρασμα - η κοινωνική διάσταση της τέχνης: η συναυλία, το θέατρο, το σινεμά, η βιβλιοπαρουσίαση, όπου γίνεσαι κοινωνός μια συλλογικής διαδικασίας και αναδύεται μια σχέση με τους γύρω σου, τους άλλους εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα. «Η κόλαση είναι οι άλλοι», έλεγε ο Σαρτρ αλλά στη δυστοπία της Μαντέλ και τη δική μας «Κόλαση είναι η απουσία των ανθρώπων που λαχταράς». Κι όμως, στη λειτουργία επιβίωσης στην οποία έχουμε μπει, απομακρυνόμαστε ασυναίσθητα όταν κάποιος μας πλησιάσει πολύ και καθαρίζουμε τα χέρια των παιδιών αν αγκαλιάσουν κάποιον φίλο τους - καινούργιες σωματικές συνήθειες, που αυτοματοποιούνται όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνάει, κι έρχονται να αντικαταστήσουν τις άλλες, τις βιωμένες συνήθειες πολλών ή λίγων ετών, ανάλογα πόσες μέρες μετράει ο καθένας σ' αυτή τη Γη. Στις παλιές συνήθειες συγκαταλέγεται το να κάνεις τράκα τσιγάρο από κάποιον σε μια συναυλία, να σηκώνεις το κασκόλ της κυρίας που έπεσε δίπλα στα πόδια σου στο θέατρο, να πιάνεις κουβέντα με τον άγνωστο πλάι σου στο μπαρ· στο μπαρ, το μέρος εκείνο όπου η μουσική συναντά την ανθρώπινη επαφή και το αλκοόλ που λύνει τα μέλη και τη γλώσσα, εκεί όπου κάθε κίνηση φωτίζεται σωστά και η ζωή έχει ρυθμό ή ακόμα καλύτερα μουσική υπόκρουση - μια από τις πιο απολαυστικές εκφάνσεις της ζωής μας.
Πολλά πρωινά, πηγαίνω και παίρνω έναν καφέ σε χάρτινο από ένα καφέ-μπαρ στη Φωκίωνος Νέγρη. Πριν από λίγες μέρες, όσο περίμενα να ετοιμαστεί η παραγγελία μου, στεκόμουν μπροστά στην μπάρα και ασυναίσθητα ακούμπησα με τους αγκώνες μου. Από τα ηχεία ακουγόταν ένα τραγούδι των Cure. Και όπως ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή ένιωσα - και το ένιωσα με κάθε μου κύτταρο - όπως όταν ήμουν σε κάποιο μπαρ και έπιναν ποτό με φίλους. Η αίσθηση ήταν τόσο οικεία αλλά ταυτόχρονα τόσο βαθιά θαμμένη που ξαφνιάστηκα, ταράχτηκα. Ανοιξα τα μάτια και προσπάθησα να την ανακαλέσω αλλά όσο κι αν προσπαθούσα ήταν αδύνατον. Ηταν κάτι που είχε αναβλύσει από μέσα μου, μια σωματική μνήμη, ένα αποτύπωμα που φωτίστηκε για μια φευγαλέα στιγμή. Κι έφυγα κάπως αισιόδοξη, με μια σιγουριά ότι υπάρχει ακόμα μέσα μας η ικανότητα να απολαύσουμε και να βιώσουμε με όλες μας τις αισθήσεις ένα τραγούδι, ένα έργο τέχνης, μια συναναστροφή, ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου οι ανθρώπινες σχέσεις σφυρηλατούνται. Ας προσέξουμε λίγο ακόμα την επιβίωσή μας, σκέφτηκα. Γιατί η σωματική μνήμη είναι πολύ ισχυρή. Το σώμα θυμάται, ίσως και με μεγαλύτερη βεβαιότητα απ' ό,τι το μυαλό μας. Ξέρουμε καλά, όχι μόνο με το μυαλό και την ψυχή, αλλά και με το σώμα μας, πώς είναι όχι απλώς να επιβιώνεις αλλά να ζεις. Το σώμα θυμάται. Και πώς θα γινόταν να ξεχάσει κάτι τέτοιο;
Η Βάσια Τζανακάρη είναι συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Αδελφικό» (εκδ. Μεταίχμιο), μια περιήγηση μέσω αναμνήσεων στη δεκαετία του 1990