Είχα μια δύσκολη γιαγιά. Χωρίς να έχει πατήσει τα 60, έπασχε από ανίατη αρρώστια και βρισκόταν συνεχώς στο κρεβάτι, όπου νυχθημερόν γκρίνιαζε, πονούσε, έβριζε και καταριόταν. Οι τρεις κόρες της και οι δύο γιοι της, γύρω στα 30 όλοι τους, όλοι παντρεμένοι, είχαν συνηθίσει τις κατάρες της και είχαν κατανόηση για την κατάστασή της. Δύσκολες μέρες για το πατρικό σπίτι της μητέρας μου ήταν οι γιορτάδες. Επρεπε να τηρηθούν τα έθιμα, να συγκεντρωθεί η μεγάλη οικογένεια στο πατρικό σπίτι (ο παππούς είχε αποδημήσει χρόνια πριν) και να υπομένει την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η κατάκοιτη γιαγιά μου, η μάνα τους. Διότι η συγκέντρωση εκείνη έφερνε στο γιορτάσιμο τραπέζι νύφες των γιων και γαμπρούς των θυγατέρων, όχι πάντα επιθυμητούς στη γιαγιά, αφού πολλά παιδιά είχαν βρει τον σύντροφό τους χωρίς τη συγκατάθεσή της. Oι περισσότεροι είχαν παντρευτεί, όσο η μητέρα τους είχε αρρωστήσει και είχε βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων, πράγμα αδιανόητο για την εποχή της δεκαετίας του ’40 στα σόγια, κυρίως της ελληνικής επαρχίας. Και η οικογένεια της γιαγιάς και της μάνας μου είχε βαθιές ρίζες σε μια κωμόπολη της Ρούμελης, ανάμεσα Λιβαδειά και Λαμία.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ