Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η πρόσφατη συζήτηση για τον τρόπο εορτασμού της «Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων» επανέφερε στο προσκήνιο τον αρνητικό χαρακτηρισμό «εθνομηδενιστές» για όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αμφισβήτησαν την αισθητική και το ιδεολογικό ίχνος της συγκεκριμένης επετειακής παρέμβασης. Εκφραση που τη μοιράζονται στη χρήση εκπρόσωποι της κλασικής Δεξιάς (ενίοτε και Ακροδεξιάς), αλλά και μιας ορισμένης εκδοχής «πατριωτικής Αριστεράς», ο «εθνομηδενισμός» στιγματίζει συλλήβδην όλες εκείνες τις τοποθετήσεις που αρνούνται να προσυπογράψουν ένα αφήγημα περί της διαχρονικής συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Αυτό που εντυπωσιάζει σε τέτοιες αντιπαραθέσεις είναι η ιδιότυπη αντοχή μιας ορισμένης επιμονής σε μια θεώρηση του έθνους με όρους ιστορικής συνέχειας. Σε πείσμα μιας δαιμονολογίας περί της διαλυτικής επίδρασης του «εθνομηδενισμού», σε επίπεδο αυθόρμητης ιδεολογίας η αντίληψη της «συνέχειας» μάλλον επιβιώνει, επιτρέποντας σε πολιτικούς χώρους ή διαμορφωτές της κοινής γνώμης να αντλούν από την όποια νομιμοποιητική δυναμική της.
Το παράδοξο είναι ότι στην πραγματικότητα η επιβίωση μιας ορισμένης αντίληψης του έθνους μάλλον δικαιώνει τις θεωρητικές προϋποθέσεις πίσω από αυτό που απαξιωτικά περιγράφεται ως «εθνομηδενισμός». Και αυτό γιατί η θεωρητική παραδοχή ότι το έθνος παράγεται ιστορικά και κοινωνικά, αποτελώντας προϊόν της καπιταλιστικής νεωτερικότητας (και ταυτόχρονα συνθήκη της αναπαραγωγής της βασικής πολιτικής μορφής της, δηλαδή του έθνους - κράτους) σε κανέναν βαθμό δεν αναιρεί τη σημασία και τη δραστικότητά του. Σε πείσμα μιας διάχυτης άποψης, το να υποστηριχθεί ότι το έθνος αποτελεί μια «φαντασιακή κοινότητα», για να χρησιμοποιήσουμε τον ορισμό του Μπένεκτικτ Αντερσον, ή μια ιστορική και κοινωνική κατασκευή, σε κανέναν βαθμό δεν μειώνει την πραγματικότητα ή την υλικότητά του.
ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ. Σε τελική ανάλυση, θα μπορούσαμε εύλογα να υποστηρίξουμε ότι τίποτα δεν είναι πιο υλικό από μια ιδεολογία ή μια κοινωνική κατασκευή. Η αβάσταχτη τραγωδία του Ολοκαυτώματος, με τα έξι εκατομμύρια θύματα, αποδεικνύει ότι οι ιδεολογίες δεν συνιστούν «ιδέες», αλλά πρακτικές, ενίοτε εξοντωτικά δολοφονικές, δείχνοντας ότι τίποτα δεν είναι τελικά πιο «υλικό» και «πρακτικό» από τις ιδεολογίες. Ιδίως, όταν όχι μόνο ο εθνικισμός διαμόρφωσε το έδαφος για τον ρατσισμό, αλλά και ειδικά ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός είχε και τη μορφή μιας εχθρότητας εναντίον αυτών που θεωρήθηκαν ότι δεν ανήκουν «πλήρως» στα υπό διαμόρφωση έθνη.
Με αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι πρόκειται για μια αντιπαράθεση «εν ου παικτοίς», εφόσον τόσο οι υποστηρικτές ενός διαχρονικού «ελληνικού έθνους» όσο και οι υποστηρικτές της άποψης ότι αυτό που ονομάζουμε ελληνικό έθνος είναι μια ιστορικά πρόσφατη ιστορική και κοινωνική κατασκευή, δεν διαφωνούν ότι σήμερα αυτή η ταυτότητα είναι συγκροτητική του κοσμοειδώλου μεγάλου μέρους των κατοίκων αυτής της χώρας, που βλέπουν τα πράγματα υπό το πρίσμα της συμμετοχής τους σε μια εθνική κοινότητα.
Ωστόσο, ένα μεγάλο χάσμα χωρίζει την παραδοχή της ιστορικής παραγωγής του αισθήματος συμμετοχής σε αυτή την εθνική κοινότητα και την επιμονή σε μια ιδιότυπη διαχρονική «οντολογία» (ή ακόμη και μεταφυσική...) του έθνους. Και το χάσμα αυτό αφορά την παραδοχή ή όχι της δυνατότητας μετασχηματισμού αυτού του εθνικού αισθήματος, δηλαδή το εάν αποδεχόμαστε ή όχι ότι όπως ακριβώς μέσα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες αναδύθηκε αυτή η «εθνική ταυτότητα» που σήμερα θεωρούμε αυτονόητη, για τον ίδιο λόγο και μπορεί να μετασχηματιστεί.
Το ερώτημα αυτό δεν είναι φιλολογικό. Δεν είναι καν θεωρητικό. Στην πραγματικότητα είναι επειγόντως πολιτικό. Και ο λόγος είναι ότι και η χώρα μας, όπως και πολλές άλλες, είναι σήμερα αντιμέτωπη με μια μείζονα πρόκληση. Και αυτή αφορά το πώς θα ορίσει την πολιτική κοινότητα, τον «δήμο» ή τον «λαό» που αποτελεί τη βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Εάν επιμείνουμε σε μια θεώρηση που προϋποθέτει κάποιου είδους «προσχώρηση», και δη με φρονηματικούς όρους, στην κοινή διαχρονική και συνεχή «εθνική ταυτότητα», τότε απλώς θα καταλήξουμε σε μια συνθήκη πολιτικού αποκλεισμού σημαντικού μέρους της πραγματικής ελληνικής κοινωνίας. Αυτό, άλλωστε, δείχνουν οι διαρκείς παλινωδίες γύρω από τις πολιτικές της ιθαγένειας, παρότι η δημοκρατική λογική θα παρέπεμπε στην αρχή που με χαρακτηριστική απλότητα περιέγραψε ο Αλέν Μπαντιού: «Οσοι είναι εδώ, είναι από εδώ».
Αντίθετα, η παραδοχή της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους μπορεί να επιτρέψει όχι μόνο μια πολύ πιο ουσιαστική σχέση με την Ιστορία (και άρα μια πολύ πιο κριτική «ιστορική αυτογνωσία»), αλλά και μια πολύ πιο φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη και δημοκρατική ανασημασιοδότηση του έθνους, στηριγμένη όχι τόσο πάνω σε ένα κοινό παρελθόν, όσο στην αφετηρία της συνάντησης ανθρώπων σε αυτό τον τρόπο και της κοινής πάλης τους να διαμορφώσουν ένα αξιοβίωτο μέλλον.
Η δύσκολη ένταξη του Βυζαντίου
Ενδεικτική των δυσκολιών που συναντούν ενίοτε οι προσπάθειες διαμόρφωσης ενός «επίσημου» εθνικού ιστορικού αφηγήματος, στηριγμένου στην αρχή της «συνέχειας» και η δυσκολία που υπήρξε στον 19ο αιώνα ώστε να ενταχθεί στο «ιστορικό συνεχές» το σε μεγάλο βαθμό αντιπαθές για τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού Βυζάντιο. Θα χρειαστεί αρκετή προσπάθεια ώστε να ηγεμονεύσει τελικά η εκπροσωπούμενη κυρίως από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο εκδοχή Ιστορίας που συμπεριλάμβανε σε περίοπτη θέση και το Βυζάντιο.