Ζούμε δύσκολους καιρούς, σε μια χώρα που πριν προλάβει καλά καλά να νιώσει ότι βγήκε από την κρίση των Μνημονίων, βυθίστηκε ξαφνικά, μαζί με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη, στη βαθιά κρίση της πανδημίας, απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό. Εναν ιό που δεν απειλεί μονάχα την ανθρώπινη ζωή αλλά διακόπτει την οικονομική δραστηριότητα, βαθαίνει τις ανισότητες, δηλητηριάζει τις κοινωνίες και δοκιμάζει τις ψυχικές αντοχές των ανθρώπων.

Το μόνο που δεν φαίνεται να έχει αλλάξει ιδιαίτερα σε αυτούς τους περίεργους μήνες που διανύουμε είναι η εγχώρια πολιτική πραγματικότητα, που μοιάζει να δυσκολεύεται να εγκαταλείψει τα συνήθη αντανακλαστικά της, αμήχανη μπροστά σε προβληματισμούς παγκόσμιου βεληνεκούς που ίσως, τελικά, να την ξεπερνούν.

Το να προσαρμοστεί δεν είναι όμως μια υπερβολική απαίτηση. Δεν θα ήθελε κανείς, τουλάχιστον όχι στα σοβαρά, η πολιτική να εγκαταλείψει παραδοσιακούς συμβολισμούς της. Και, βεβαίως, η σύγκρουση και οι ανταγωνισμοί είναι αναπόσπαστο μέρος της δημοκρατικής διαδικασίας.

Μπορούν όμως ή θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να συνυπάρχουν με τη στάθμιση του κοινού συμφέροντος, με την αποφόρτιση των εχθροπαθειών και με τη συναίνεση, όταν κι όπου αυτή είναι εφικτή.

Η απαίτηση αυτή, φυσικά, δεν μπορεί να αφορά μόνο την αντιπολίτευση, διότι τότε θα μιλούσαμε για κατάργηση του αναγκαίου πλουραλισμού. Αφορά κι απευθύνεται και στην κυβέρνηση, η οποία πρέπει να θυμάται ότι η πολιτική ηγεμονία πρέπει να συνοδεύεται κι από κοινωνική συνοχή για να μακροημερεύσει. Κι η συνοχή αυτή δεν επιβάλλεται, θέλει αφτιά και μάτια στην κοινωνία κι επίδειξη πνεύματος συναίνεσης και με τους πολιτικούς αντιπροσώπους της από το υπόλοιπο δημοκρατικό τόξο.