-Ωχ, όχι, θέλουμε υδραυλικό. Βούλωσε η μπανιέρα.

– Υδραυλικό; Τώρα; Α, καλά. Είναι που είναι δυσεύρετοι. Σιγά μην έρθει με την καραντίνα. Αλλά και να ερχόταν. Αν είχε κορωνοϊό; Πού το πας αυτό; (λέω στη σύζυγό μου).

Τα βάζω με την ατυχία μας. «Για δες καιρό που διάλεξε η μπανιέρα να φρακάρει, τώρα που ο κορωνοϊός τη ζωή μάς έχει πάρει».

Παίρνω τη μεγάλη απόφαση.

– Θα την ξεβουλώσω εγώ!

Βάζω γάντια, παίρνω εργαλεία, ανοίγω σιφόνια, αλλά η μπανιέρα… βουλωμένη. Βρίσκω στο Internet ένα υδραυλικό γιατροσόφι. Το ακολουθώ. Τελικά ύστερα από μία ώρα η μπανιέρα ξεβουλώνει. Αλλά το νερό επιστρέφει από το σιφόνι του δαπέδου σαν χείμαρρος. Πλημμύρα. Μετά από φασίνα και ένα τρίωρο κοπιαστικής δουλειάς αναφωνώ: «Αγάπη μου, ξεβούλωσα την μπανιέρα. Θέλει κανείς υδραυλικό;».